το σκαλί της άμαξας

Καλησπέρα,
Αυτό το σκαλί της άμαξας λέγεται σκαλί/σκαλοπάτι ή κάπως αλλιώς; Έχω μια φράση στην οποία κάποιος πατάει "στον αναβολέα" και ανεβαίνει στο κουβούκλιο, αλλά ο αναβολέας είναι ο κρίκος που κρέμεται από τη σέλα του αλόγου, άρα πρέπει να αντικατασταθεί με...; Πού πατάει ο δικός μου;


1742756269964.png
 

daeman

Administrator
Staff member
Προσέξτε, δεν είναι και τόσο εύκολο να κατεβαίνετε από μιαν άμαξα, είν’ αποφασιστικό βήμα. Θα μπορούσα να σας δανείσω μια νουβέλα [...] για να δείτε πώς κατέβηκε μια κυρία από τ’ άλογο, πιάστηκε το φόρεμά της και αυτό το βήμα υπήρξε μοιραίο για ολόκληρη τη ζωή της. Το σκαλί της άμαξας είναι τόσο φθαρμένο κάποτε, που είναι αναγκασμένος κανείς ν’ αφήσει κατά μέρος κάθε αξιοπρέπεια και να ριχτεί μ’ ένα απελπιστικό πήδημα στην αγκαλιά του υπηρέτη ή του αμαξά.
Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο ενός Διαφθορέα, μτφρ. Δημητρίου Μπέσκου, Εκδόσεις Γαλαξία 1971, Β’ Έκδοση

Ο επιβάτης στην υπηρεσία αυτής της ιστορίας βρισκόταν στο σκαλί της άμαξας κι έμπαινε μέσα· οι άλλοι δύο επιβάτες ήταν παραπίσω, έτοιμοι να τον ακολουθήσουν. Παρέμεινε στο σκαλί, μισός μέσα στην άμαξα και μισός έξω, κι εκείνοι παρέμειναν στον δρόμο αποκάτω του.
Τσαρλς Ντίκενς, Ιστορία δύο πόλεων, μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος

—Ποια φιλία; είπα με το ένα πόδι στο σκαλί της άμαξας.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το χωριό Στιεπαντσίκοβο, μτφ. Αντρέας Σαραντόπουλος
 
Last edited:

daeman

Administrator
Staff member
Ο επιβάτης στην υπηρεσία αυτής της ιστορίας βρισκόταν στο σκαλί της άμαξας κι έμπαινε μέσα· οι άλλοι δύο επιβάτες ήταν παραπίσω, έτοιμοι να τον ακολουθήσουν. Παρέμεινε στο σκαλί, μισός μέσα στην άμαξα και μισός έξω, κι εκείνοι παρέμειναν στον δρόμο αποκάτω του.
Τσαρλς Ντίκενς, Ιστορία δύο πόλεων, μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος

Ο ταξιδιώτης την ιστορία του οποίου αφηγείται αυτό το χρονικό είχε το ένα του πόδι στο σκαλοπάτι της άμαξας, ενώ οι δύο άλλοι βρίσκονταν πίσω του έτοιμοι να τον ακολουθήσουν. Στάθηκε στο σκαλοπάτι, ο μισός μέσα και ο μισός έξω από την άμαξα. Οι άλλοι δύο στάθηκαν στον δρόμο δίπλα στην άμαξα.
Τσαρλς Ντίκενς, Ιστορία δύο πόλεων, μτφ. ???, Εκδόσεις Μίνωας
 
Ως συνώνυμο του αναβολέα (με την έννοια του κρίκου που κρέμεται από τη σέλα) εμφανίζεται ο αναβατήρας, που επιπροσθέτως έχει την έννοια του σκαλοπατιού της άμαξας (υπογράμμιση δική μου):

ΛΚΝ
αναβατήρας ο [anavatíras] Ο2 : 1.ανελκυστήρας, κυρίως για φορτία. 2. σκαλοπάτι με το οποίο ανέβαιναν σε άμαξα. 3. αναβολέας₁.
[λόγ. αναβατ(ήρ) -ήρας < ελνστ. ἀναβατήρ(ιον) (στη σημ. 2) που θεωρήθηκε υποκορ.]


ΛΝΕΓ
αναβατήρας (ο) [1898] 1. το μηχανοκίνητο δάπεδο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά προς τα πάνω ή προς τα κάτω αντικειμένων ή άλλων υλικών, κυρ. για οικοδομικές εργασίες ΣΥΝ αναβατόριο 2. το μεταλλικό συνήθ. σκαλοπάτι για την είσοδο και έξοδο των επιβατών από όχημα ή σκάφος 3. ο αναβολέας (βλ. λ.) τής σέλας αλόγου 4. (παλαιότ.) ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ.

ΧΛΝΓ
αναβατήρας [ἀναβατήρας] α-να-βα-τή-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. μηχανικό σύστημα ανύψωσης ανθρώπων ή φορτίων: εναέριος ~ χιονοδρομικού κέντρου. Πβ. τελεφερίκ, τηλεκαμπίνα.|| ~ αυτοκινήτων. Βλ. ανελκυστήρας. ΣΥΝ. αναβατόριο, ανυψωτήρας, γερανός (1) 2. (επίσ.) σκαλοπάτι που διευκολύνει την άνοδο ή κάθοδο από όχημα ή σκάφος: ~ βαγονιών. 3. αναβολέας. Βλ. -τήρας. [< 1: γαλλ. élévateur]

ΜΗΛΝΕΓ
αναβατήρας [anavatíras] και <κθρ.> αναβατήρ [anavatír], ο (ουσ. ΟαI2.5).
(λόγ. γεν. αναβατήρος)
1) α. Μηχανική, ηλεκτροκίνητη εγκατάσταση που αποτελείται από μετακινούμενο επίπεδο δάπεδο ή θάλαμο και χρησιμοποιείται για το κατακόρυφο ανέβασμα και κατέβασμα αντικειμένων, φορτίων ή και ατόμων
(ΣΥΝ ανυψωτήρας, ανελκυστήρας, ασανσέρ)
β. Το αναβατόριο
2) Ειδικός μηχανισμός που χρησιμοποιείται για το ανέβασμα των χιονοδρόμων στην κορυφή της πίστας
3) Ειδικός μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την ανύψωση των αναπηρικών αμαξιδίων, βοηθώντας την πρόσβαση των ατόμων με ειδικές ανάγκες σε οχήματα ή χώρους
4) Μεταλλικός κρίκος που κρέμεται από τη σέλα και στον οποίο τοποθετεί ο αναβάτης το πόδι του, για να ανέβει στο άλογο
(ΣΥΝ αναβολέας)
5) α. Μικρή βοηθητική σκάλα ή σκαλοπάτι που χρησιμοποιούνταν παλιότερα κατά την επιβίβαση σε άμαξες ή κατά την αποβίβαση από αυτές, καθώς και γενικότερα το σκαλοπάτι διαφόρων οχημάτων
(πρβ. μαρσπιέ, αναβαθμίδα)

β. Ράμπα για την επιβίβαση σε πλοίο ή την αποβίβαση από αυτό ή για τη φορτοεκφόρτωση οχημάτων ή για την κίνησή τους από ένα επίπεδο του γκαράζ σε άλλο κτλ.
6) (αγγλ. ascender)
Συσκευή (με χειρολαβή) που χρησιμοποιείται στην ορειβασία/ αναρρίχηση· έχει την ιδιότητα να αφήνει το σχοινί να κυλά προς μια κατεύθυνση και να το μαγκώνει, όταν δύναμη προς τα κάτω ασκείται πάνω της, επιτρέποντας στον ορειβάτη/ αναρριχητή να τραβά προς τα κάτω το σχοινί, καθώς ανεβαίνει, χωρίς να φοβάται μήπως του γλιστρήσει
[ΕΤΥΜ^ αναβατήρ < ελνστ. ἀναβατήρ(ιον) (στη σημ. 5α) ως υποχωρητικός σχηματισμός με επανανάλυση και σημασιολογική επανερμηνεία σε υποκοριστικό ἀναβατήρ-ιον < ἀναβα- (θ. αορ. του ρ. ἀναβαίνω) + -τήριον^ Το αναβατήρας < ἀναβατήρ + -ας με μεταπλασμό κατά τα αρσ. σε -ας].


Μοιάζει όμως κάπως επίσημη αυτή η χρήση, και θα έλεγα ότι το σκαλί είναι μια χαρά κατάλληλο για τις περισσότερες χρήσεις.
 
Last edited:

daeman

Administrator
Staff member
μαρσπιέ: (λ. γαλλ.), σκαλοπάτι της άμαξας, αναβατήρας.

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβατήρας ο [anavatíras] Ο2 : 1.ανελκυστήρας, κυρίως για φορτία. 2. σκαλοπάτι με το οποίο ανέβαιναν σε άμαξα. 3. αναβολέας1.
 

daeman

Administrator
Staff member
Δούκα, πιάσε κόκκινο!

Για μια στιγμή, νόμιζα πως έκαναν πουλάκια τα μάτια μου, γιατί πατάω το Post και βλέπω αναβατήρας κι από κάτω μεγάλο κείμενο, κι απορώ «Μα εγώ δυο αράδες έγραψα!» :D
 

Earion

Moderator
Staff member
Συγχωρήστε με, αλλά εγώ θα τα ήθελα ξεκάθαρα. Δεν μου αρέσουν τα μπερδέματα. Το σκαλί της άμαξας είναι αυτό που είναι: σκαλί ή σκαλοπάτι της άμαξας. Ο αναβολέας στη σέλα είναι αυτό που είναι: αναβολέας. Ο αναβατήρας είναι το μηχανικό στοιχείο που σε ανεβάζει ή σε κατεβάζει. Δυσκολέυομαι να το δω σαν συνώνυμο των άλλων δύο.
 
Top