Ως συνώνυμο του αναβολέα (με την έννοια του κρίκου που κρέμεται από τη σέλα) εμφανίζεται ο αναβατήρας, που επιπροσθέτως έχει την έννοια του σκαλοπατιού της άμαξας (υπογράμμιση δική μου):
ΛΚΝ
αναβατήρας ο [anavatíras] Ο2 : 1.ανελκυστήρας, κυρίως για φορτία. 2. σκαλοπάτι με το οποίο ανέβαιναν σε άμαξα. 3. αναβολέας₁.
[λόγ. αναβατ(ήρ) -ήρας < ελνστ. ἀναβατήρ(ιον) (στη σημ. 2) που θεωρήθηκε υποκορ.]
ΛΝΕΓ
αναβατήρας (ο) [1898] 1. το μηχανοκίνητο δάπεδο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά προς τα πάνω ή προς τα κάτω αντικειμένων ή άλλων υλικών, κυρ. για οικοδομικές εργασίες ΣΥΝ αναβατόριο 2. το μεταλλικό συνήθ. σκαλοπάτι για την είσοδο και έξοδο των επιβατών από όχημα ή σκάφος 3. ο αναβολέας (βλ. λ.) τής σέλας αλόγου 4. (παλαιότ.) ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ.
ΧΛΝΓ
αναβατήρας [ἀναβατήρας] α-να-βα-τή-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. μηχανικό σύστημα ανύψωσης ανθρώπων ή φορτίων: εναέριος ~ χιονοδρομικού κέντρου. Πβ. τελεφερίκ, τηλεκαμπίνα.|| ~ αυτοκινήτων. Βλ. ανελκυστήρας. ΣΥΝ. αναβατόριο, ανυψωτήρας, γερανός (1) 2. (επίσ.) σκαλοπάτι που διευκολύνει την άνοδο ή κάθοδο από όχημα ή σκάφος: ~ βαγονιών. 3. αναβολέας. Βλ. -τήρας. [< 1: γαλλ. élévateur]
ΜΗΛΝΕΓ
αναβατήρας [anavatíras] και <κθρ.> αναβατήρ [anavatír], ο (ουσ. ΟαI2.5).
(λόγ. γεν. αναβατήρος)
1) α. Μηχανική, ηλεκτροκίνητη εγκατάσταση που αποτελείται από μετακινούμενο επίπεδο δάπεδο ή θάλαμο και χρησιμοποιείται για το κατακόρυφο ανέβασμα και κατέβασμα αντικειμένων, φορτίων ή και ατόμων
(ΣΥΝ ανυψωτήρας, ανελκυστήρας, ασανσέρ)
β. Το αναβατόριο
2) Ειδικός μηχανισμός που χρησιμοποιείται για το ανέβασμα των χιονοδρόμων στην κορυφή της πίστας
3) Ειδικός μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την ανύψωση των αναπηρικών αμαξιδίων, βοηθώντας την πρόσβαση των ατόμων με ειδικές ανάγκες σε οχήματα ή χώρους
4) Μεταλλικός κρίκος που κρέμεται από τη σέλα και στον οποίο τοποθετεί ο αναβάτης το πόδι του, για να ανέβει στο άλογο
(ΣΥΝ αναβολέας)
5) α. Μικρή βοηθητική σκάλα ή σκαλοπάτι που χρησιμοποιούνταν παλιότερα κατά την επιβίβαση σε άμαξες ή κατά την αποβίβαση από αυτές, καθώς και γενικότερα το σκαλοπάτι διαφόρων οχημάτων
(πρβ. μαρσπιέ, αναβαθμίδα)
β. Ράμπα για την επιβίβαση σε πλοίο ή την αποβίβαση από αυτό ή για τη φορτοεκφόρτωση οχημάτων ή για την κίνησή τους από ένα επίπεδο του γκαράζ σε άλλο κτλ.
6) (αγγλ. ascender)
Συσκευή (με χειρολαβή) που χρησιμοποιείται στην ορειβασία/ αναρρίχηση· έχει την ιδιότητα να αφήνει το σχοινί να κυλά προς μια κατεύθυνση και να το μαγκώνει, όταν δύναμη προς τα κάτω ασκείται πάνω της, επιτρέποντας στον ορειβάτη/ αναρριχητή να τραβά προς τα κάτω το σχοινί, καθώς ανεβαίνει, χωρίς να φοβάται μήπως του γλιστρήσει
[ΕΤΥΜ^ αναβατήρ < ελνστ. ἀναβατήρ(ιον) (στη σημ. 5α) ως υποχωρητικός σχηματισμός με επανανάλυση και σημασιολογική επανερμηνεία σε υποκοριστικό ἀναβατήρ-ιον < ἀναβα- (θ. αορ. του ρ. ἀναβαίνω) + -τήριον^ Το αναβατήρας < ἀναβατήρ + -ας με μεταπλασμό κατά τα αρσ. σε -ας].
Μοιάζει όμως κάπως επίσημη αυτή η χρήση, και θα έλεγα ότι το σκαλί είναι μια χαρά κατάλληλο για τις περισσότερες χρήσεις.