της τα 'ψαλα ένα χεράκι

altan

Member
Hi to all!

Do those words mean "ρίχνω σφαλιάρα" in this case?

"Κάθε Σάββατο λοιπόν η γριά τραβούσε το μεντέρι της στο παραθύρι, έπαιρνε κρυφά το καθρεφτάκι, και δώστου χτένιζε όσα μαλλιά της είχαν απομείνει και τα κανε χωρίστρα. Κοίταζε γύρα κλεφτά, μην τη βλέπουμε κι όταν κανένας μας ζύγωνε, μαζώνουνταν ήσυχη σα φραγκοπαναγιά κι έκανε ταχατε την κοιμισμένη. Μα που να κοιμηθεί! Περίμενε την καντάδα. Ογδόντα χρονών! Καταλαβαίνεις τι μυστήριο η γυναίκα, αφεντικό; Εμένα μου 'ρχουνται τώρα τα κλάματα. Μα τοτε ήμουν σερσέμης, δεν καταλάβαινα και γελούσα. Μια μέρα φούρκισα μαζί της, γιατί με μάλωνε που κυνηγούσα τις κοπέλες, και της τα ψαλα κι εγώ καλά ένα χεράκι: «Τι μου τρίβεις με καρυδόφυλλο τα χείλια κάθε Σάββατο και μου κάνεις χωρίστρα; Θαρρείς για σένα κάνουμε καντάδα; Εμείς την Κρουστάλλω θέμε· εσύ μυρίζεις λιβάνι!»
 

nickel

Administrator
Staff member
Hi, Altan

As you may see from the change in the thread title, the idiom here is "της τα 'ψαλα ένα χεράκι". The base idiom is "τα ψέλνω σε κάποιον", reprimand someone, give someone a piece of one's mind. This may be built up to "τα ψέλνω σε κάποιον ένα χεράκι", without much change in meaning. In the specific context we have an extra "καλά" to intensify the meaning even more, while "κι εγώ" is in juxtaposition to the fact that she was the first one to reprimand him: "... so I too gave her a good piece of my mind".
 
Top