Ταμειακός είναι αυτός που έχει σχέση με το ταμείο και κατ' επέκταση με την οικονομική διαχείριση, ενώ ο ταμιακός σχετίζεται με τον ταμία.
Περισσότερα εδώ:
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?8464-ύψος-των-διαθεσίμων&p=100759&viewfull=1#post100759
ταμειακός -ή -ό : που έχει σχέση με το ταμείο: Ταμειακή υπηρεσία. Ταμειακές ανωμαλίες / δυσχέρειες. Ταμειακή μηχανή, υπολογιστική μηχανή που εκδίδει αποδείξεις για την πώληση εμπορευμάτων. Ταμειακή τακτοποίηση, εξόφληση οφειλών. || (ως ουσ.) ο ταμειακός, υπάλληλος δημόσιου ταμείου.
ταμειακά EΠIPP: Έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν τα μέλη του συλλόγου που είναι ταμειακά εντάξει. [λόγ. < ελνστ. ταμειακός 'που ανήκει στο θησαυροφυλάκιο' κατά την αλλ. της σημ. της λ. ταμείο] (ΛΚΝ)
Επίσης, από ΛΝΕΓ: ταμειακή διαχείριση, ταμειακό πλεόνασμα, ταμειακό έλλειμμα, ταμειακές ανάγκες, ταμειακά διαθέσιμα.
ταμιακός -ή -ό : που έχει σχέση με τον ταμία: ταμιακός μισθός. Ταμιακές οργανώσεις. (ΛΚΝ) ταμιακό επίδομα (ΛΝΕΓ)
ταμειακά EΠIPP: Έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν τα μέλη του συλλόγου που είναι ταμειακά εντάξει. [λόγ. < ελνστ. ταμειακός 'που ανήκει στο θησαυροφυλάκιο' κατά την αλλ. της σημ. της λ. ταμείο] (ΛΚΝ)
Επίσης, από ΛΝΕΓ: ταμειακή διαχείριση, ταμειακό πλεόνασμα, ταμειακό έλλειμμα, ταμειακές ανάγκες, ταμειακά διαθέσιμα.
ταμιακός -ή -ό : που έχει σχέση με τον ταμία: ταμιακός μισθός. Ταμιακές οργανώσεις. (ΛΚΝ) ταμιακό επίδομα (ΛΝΕΓ)
Περισσότερα εδώ:
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?8464-ύψος-των-διαθεσίμων&p=100759&viewfull=1#post100759