metafrasi banner

συστημικός – συστηματικός κ.ά.

nickel

Administrator
Staff member
Από το τελευταίο Ορόγραμμα (αρ. 98, Σεπτ.-Οκτ. 2009):

Στο πλαίσιο του οροδοτικού έργου τους, οι ομάδες ΜΟΤΟ και ΤΕ48/ΟΕ1 έχουν αποφασίσει: στη σύνθεση και παραγωγή για τη δημιουργία μονολεκτικών σύμπλοκων όρων από τη λέξη σύστημα να χρησιμοποιούν το θέμα συστημ- σε όλες τις περιπτώσεις όπου η κατασημαινόμενη έννοια είναι οντότητα, ιδιότητα, χαρακτηριστικό κτλ. «που αφορά σύστημα / συστήματα, ανήκει σε σύστημα / συστήματα κ.τ.τ.» (π.χ. συστημικός, διασυστημικός...) και να αφήσουν το θέμα συστηματ- στις έννοιες για οντότητες «που γίνονται με σύστημα, με μέθοδο κτλ.» (π.χ. συστηματικός, συστηματικά, συστηματικότητα κ.ά. που πιθανόν να προκύψουν).

Αυτή η απόφαση προέκυψε από την ουσιαστική ανάγκη να αποδοθούν διαφορετικά τα αγγλικά επίθετα systematic και systemic και —πολύ συχνότερα στη θέση του δεύτερου— το ουσιαστικό system σε επιθετική χρήση ως προσδιορισμός άλλου ουσιαστικού. Σήμερα π.χ. υπάρχουν πολλές δεκάδες λήμματα στις Βάσεις TELETERM και INFORTERM που έχουν το τμήμα -συστημ- και μερικές δεκάδες που έχουν το τμήμα -συστηματ- (Σημειωτέον ότι γλωσσικά επιτρεπτοί είναι και οι δύο σχηματισμοί, πρβλ. π.χ. χρώμ-α – χρωματ-ικός – πολύ-χρωμ-ος). Για να κατανοηθεί η ανάγκη αυτή δίνονται παρακάτω χαρακτηριστικά παραδείγματα όρων από τις Βάσεις TELETERM και INFORTERM:

Ελληνικός όρος με -συστημ- | Αγγλικός ισοδύναμος όρος
διασυστημική καλωδίωση | intersystem cabling
διασυστημική μεταπομπή | intersystem handoff
διασυστημική παρεμβολή | intersystem interference
διασυστημική περιαγωγή | inter-system roaming
ενδοσυστημικές δοκιμές | intra-system testing
ενδοσυστημική καλωδίωση | intra-system cabling
ενδοσυστημική μεταπομπή | intra-system handover
ενδοσυστημική παρεμβολή | intra-system interference
ενδοσυστημικός θόρυβος | intra-system noise
ολοσυστημική λειτουργία | system wide operation
συστημική αρτηρία | system bus
συστημική γραμματική | systemic grammar
συστημική παράμετρος | system parameter
συστημικό λογισμικό | system software
συστημικό υπόβαθρο | system background
συστημοεξαρτώμενος τρόπος | system-dependent way
συστημοπαγής | system-based

Ελληνικός όρος με -συστηματ- | Αγγλικός ισοδύναμος όρος
συστηματική διάταξη | systematic order
συστηματική εξάπλωση | systematic deployment
συστηματική επίδραση | systematic effect
συστηματική εφαρμογή | systematic application
συστηματική μέθοδος | systematic method
συστηματική παρακολούθηση | routine monitoring
συστηματική σειρά | systematic series
συστηματικό ευρετήριο | systematic index
συστηματικό σφάλμα | systematic error
συστηματικός θησαυρός | systematic thesaurus
συστηματικός κατάλογος | systematic catalogue
συστηματικός κώδικας | systematic code
συστηματικός συμμέτοχος | system participant
συστηματικός σχεδιασμός | systematic design
συστηματικός τρόπος | systematic way
τυπικό-συστηματικό ευρετήριο | formal-systematic index
 
Top