Πάλι συζητήσεις για συνωμοσίες, η συνωμοσιολογία δίνει και παίρνει, και τα [ο] της λέξης έχουν τρελαθεί στο πηγαινέλα. Τα κοιτάω στο κείμενο του Καμπουράκη σήμερα και δεν λένε να κάτσουν σ' ένα μέρος, τέτοια αναποφασιστικότητα.
*συνομωσίας
*συνομωσιολογία
συνωμοσία - συνωμοσίας
συνωμοσιοκρατία
Συνωμοσία των ανορθόγραφων πρέπει να είναι: να μας κουράσουν, να σταματήσουμε να τα σχολιάζουμε, και να μπορούν πια να τα γράφουν όλα όπως θέλουν.
:s
Αλλά, επειδή κάναμε κι εμείς τις δικές μας κουβέντες για συνωμοσιολογίες, ας δούμε σημασίες, ετυμολογία (να καταλάβουμε γιατί πρώτα -ω- και μετά -ο-) και, κυρίως, η δική μου κάψα, αποδόσεις. Πρώρα, ορισμοί από ΛΝΕΓ:
Αποδόσεις:
συνωμοσία conspiracy | plot
συνωμοσία της σιωπής conspiracy of silence
θεωρίες συνωμοσίας conspiracy theories
συνωμοσιολογία talk of conspiracy | conspiracy theorising / theorizing
συνωμοτώ conspire, plot (against...)
συνωμότης conspirator, plotter
συνωμοτικός conspiring, conspiratorial
Κάτι παραπάνω για τη συνωμοσιολογία;
*συνομωσίας
*συνομωσιολογία
συνωμοσία - συνωμοσίας
συνωμοσιοκρατία
Συνωμοσία των ανορθόγραφων πρέπει να είναι: να μας κουράσουν, να σταματήσουμε να τα σχολιάζουμε, και να μπορούν πια να τα γράφουν όλα όπως θέλουν.
:s
Αλλά, επειδή κάναμε κι εμείς τις δικές μας κουβέντες για συνωμοσιολογίες, ας δούμε σημασίες, ετυμολογία (να καταλάβουμε γιατί πρώτα -ω- και μετά -ο-) και, κυρίως, η δική μου κάψα, αποδόσεις. Πρώρα, ορισμοί από ΛΝΕΓ:
συνωμότης (ο) {συνωμοτών}, συνωμότρια (η) {συνωμοτριών} πρόσωπο που οργανώνει ή συμμετέχει σε συνωμοσία: οι συνωμότες συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Επίσης (λαϊκ.) συνωμότισσα (η) [1897] {δύσχρ. συνωμοτισσών}.
[ΕΤΥΜ. αρχ. < συν- + -ωμότης (με έκταση τού αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει) < όμνυμι «ορκίζομαι» (βλ. λ. ομνύω). Η λ. δήλωνε αρχικώς τους συνδεδεμένους με όρκο και, κατ’ επέκτ., εκείνους που κατέστρωναν από κοινού μυστικά σχέδια].
συνωμοτώ ρ. μετβ. [1880] {συνωμοτείς... | συνωμότησα} συμφωνώ μυστικά (με άλλους), για να βλάψω (κάποιον/κάτι): συνωμοτούν εναντίον τού κράτους / τού καθεστώτος / τού αρχηγού τους || έχει την έμμονη ιδέα ότι όλος ο κόσμος συνωμοτεί εναντίον του.
συνωμοσία (η) {συνωμοσιών} 1. συνεννοήσεις και ενέργειες που χαρακτηρίζονται από μυστικότητα και στοχεύουν στην τέλεση παράνομων πράξεων, κυρ. σχετικών με την ανατροπή καθεστώτος: συνωμοσία εναντίον τού κράτους / βασιλιά || ανατρεπτική / εγκληματική / ιστορική / πολιτική / αντεθνική / σκοτεινή / στρατιωτική / διεθνής συνωμοσία || εξυφαίνω / αποκαλύπτω / συμμετέχω σε συνωμοσία. ΣΥΝ. πλεκτάνη, μηχανορραφία 2. κάθε είδους ενέργεια που στρέφεται εναντίον ενός, λίγων ή πολλών ατόμων και συντελείται σε συνθήκες μυστικότητας: Είμαι αθώος! Έπεσα θύμα συνωμοσίας! ΣΥΝ. πλεκτάνη, μηχανορραφία· ΦΡ. (α) συνωμοσία σιωπής η συμφωνημένη, συστηματική αποφυγή κάθε αναφοράς, σχολιασμού, μνείας για κάτι που δημοσιεύεται, εκδίδεται ή γενικότερα για τη δράση προσώπου ή για κάποιο γεγονός· η συνεννοημένη αγνόηση: συνωμοσία σιωπής στον αθηναϊκό Τύπο για τις καταγγελίες τού πρώην υπουργού. (β) θεωρία τής συνωμοσίας η αντίληψη σύμφωνα με την οποία οτιδήποτε άσχημο —ιδ. όταν πρόκειται για την πολιτική κατάσταση μιας χώρας ή τη σχέση της με άλλα κράτη— οφείλεται σε μυστικές εχθρικές ενέργειες, που κατευθύνονται από «διεθνή κέντρα ανωμαλίας».
συνωμοσιολογία (η) {συνωμοσιολογιών} λόγος περί συνωμοσίας: όλη αυτή η συνωμοσιολογία έχει μετατοπίσει το κέντρο βάρους τής συζήτησης από τις ευθύνες τής κυβέρνησης στον ρόλο άγνωστων και αόρατων ξένων κέντρων συνωμοσίας.
συνωμοτικός, -ή, -ό αυτός που σχετίζεται με συνωμοσία ή συνωμότη, αυτός που προσιδιάζει σε συνωμότη: συνωμοτική ενέργεια || συνωμοτικό βλέμμα / χαμόγελο. — συνωμοτικ-ά | -ώς [μτγν.] επίρρ.
Παράγωγα:
συνωμοτικότητα (η)
συνωμοτισμός (ο)
[ΕΤΥΜ. αρχ. < συν- + -ωμότης (με έκταση τού αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει) < όμνυμι «ορκίζομαι» (βλ. λ. ομνύω). Η λ. δήλωνε αρχικώς τους συνδεδεμένους με όρκο και, κατ’ επέκτ., εκείνους που κατέστρωναν από κοινού μυστικά σχέδια].
συνωμοτώ ρ. μετβ. [1880] {συνωμοτείς... | συνωμότησα} συμφωνώ μυστικά (με άλλους), για να βλάψω (κάποιον/κάτι): συνωμοτούν εναντίον τού κράτους / τού καθεστώτος / τού αρχηγού τους || έχει την έμμονη ιδέα ότι όλος ο κόσμος συνωμοτεί εναντίον του.
συνωμοσία (η) {συνωμοσιών} 1. συνεννοήσεις και ενέργειες που χαρακτηρίζονται από μυστικότητα και στοχεύουν στην τέλεση παράνομων πράξεων, κυρ. σχετικών με την ανατροπή καθεστώτος: συνωμοσία εναντίον τού κράτους / βασιλιά || ανατρεπτική / εγκληματική / ιστορική / πολιτική / αντεθνική / σκοτεινή / στρατιωτική / διεθνής συνωμοσία || εξυφαίνω / αποκαλύπτω / συμμετέχω σε συνωμοσία. ΣΥΝ. πλεκτάνη, μηχανορραφία 2. κάθε είδους ενέργεια που στρέφεται εναντίον ενός, λίγων ή πολλών ατόμων και συντελείται σε συνθήκες μυστικότητας: Είμαι αθώος! Έπεσα θύμα συνωμοσίας! ΣΥΝ. πλεκτάνη, μηχανορραφία· ΦΡ. (α) συνωμοσία σιωπής η συμφωνημένη, συστηματική αποφυγή κάθε αναφοράς, σχολιασμού, μνείας για κάτι που δημοσιεύεται, εκδίδεται ή γενικότερα για τη δράση προσώπου ή για κάποιο γεγονός· η συνεννοημένη αγνόηση: συνωμοσία σιωπής στον αθηναϊκό Τύπο για τις καταγγελίες τού πρώην υπουργού. (β) θεωρία τής συνωμοσίας η αντίληψη σύμφωνα με την οποία οτιδήποτε άσχημο —ιδ. όταν πρόκειται για την πολιτική κατάσταση μιας χώρας ή τη σχέση της με άλλα κράτη— οφείλεται σε μυστικές εχθρικές ενέργειες, που κατευθύνονται από «διεθνή κέντρα ανωμαλίας».
συνωμοσιολογία (η) {συνωμοσιολογιών} λόγος περί συνωμοσίας: όλη αυτή η συνωμοσιολογία έχει μετατοπίσει το κέντρο βάρους τής συζήτησης από τις ευθύνες τής κυβέρνησης στον ρόλο άγνωστων και αόρατων ξένων κέντρων συνωμοσίας.
συνωμοτικός, -ή, -ό αυτός που σχετίζεται με συνωμοσία ή συνωμότη, αυτός που προσιδιάζει σε συνωμότη: συνωμοτική ενέργεια || συνωμοτικό βλέμμα / χαμόγελο. — συνωμοτικ-ά | -ώς [μτγν.] επίρρ.
Παράγωγα:
συνωμοτικότητα (η)
συνωμοτισμός (ο)
Αποδόσεις:
συνωμοσία conspiracy | plot
συνωμοσία της σιωπής conspiracy of silence
θεωρίες συνωμοσίας conspiracy theories
συνωμοσιολογία talk of conspiracy | conspiracy theorising / theorizing
συνωμοτώ conspire, plot (against...)
συνωμότης conspirator, plotter
συνωμοτικός conspiring, conspiratorial
Κάτι παραπάνω για τη συνωμοσιολογία;