Βέβαια, όπως ξέρουμε, έχουν και τα λεξικά τις διαφωνίες τους:
συγκοπή 1. (ιατρ.) η πλήρης απώλεια της συνείδησης, που οφείλεται σε προσωρινή ή οριστική παύση της λειτουργίας της καρδιάς: Θάνατος από συγκοπή (καρδιάς). Τρόμαξα τόσο πολύ, που κόντεψε να μου ΄ρθει / να πάθω συγκοπή. [ΛΚΝ]