Αν ρωτήσεις το ΕΛΝΕΓ, «στάβλος ή σταύλος;», θα σου πει:
Σε παλαιότερα κείμενα συναντάται επίσης η γραφή σταύλος (ή και σταῡλος), η οποία οφείλεται σε μεταγραφή του λατ. –ab– ως –αυ– (ίσως και με παρασύνδεση προς τη λέξη αυλή), αφού η λέξη προέρχεται από το λατ. stabulum. Εντούτοις, εφόσον πρόκειται για ξένο όρο, προτιμάται η ήδη ελληνιστική γραφή –β–: στάβλος.
Αυτά στο πλαίσιο. Στο κανονικό λήμμα διαβάζουμε:
στάβλος μεσν., μεταπλ. τύπος τού ελνστ. στάβλον (τό) (που θεωρήθηκε αιτ. ενικού τού αρσ.), αρχική σημασία «ιπποστάσιο για άλογα αγώνων», < λατ. stabulum.
Το OED εξηγεί την προέλευση του λατινικού stabulum και λέει ότι το –υ– στο δικό μας σταύλος το πήραμε από το ρουμανικό staul. Μάλλον κάνουν λάθος.
[a. OF. estable masc. and fem., stable, also applied to a cowhouse, pigsty, etc. (mod.F. étable fem. cowhouse):—L. stabulum (also pop.L. stabula pl. used as fem. sing.) stable, stall, enclosure or fold for animals, lit. standing place, f. sta- root of stāre to stand. Cf. Sp. establo, Pg. estabulo stable, It. stabbio sheepfold, Rumanian staul (whence mod.Gr. σταῦλος).]
Σύμφωνα με τον στάβλο, θα πρέπει να γράψουμε και τα:
σταβλάρχης
σταβλίτης
σταβλίζω
στάβλισμα
ενσταβλισμός
ομόσταβλος
κοντόσταβλος
Έχω γράψει για τον κοντόσταβλο και τους Κοντόσταβλους:
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?9409-κοντόσταβλος-και-constable
Νομίζω ότι χρειάζεται να επισημάνω επίσης ότι ο ομόσταβλος είναι νεολογισμός που αποδίδει το αγγλικό stablemate (και την έκφραση from the same stable), ιδίως στη μεταφορική τους σημασία:
stablemate noun
• a horse, especially a racehorse, from the same establishment as another.
• a person or product from the same organization or background as another: the Daily Mirror and its Scottish stablemate the Daily Record
(ODE)
Σε παλαιότερα κείμενα συναντάται επίσης η γραφή σταύλος (ή και σταῡλος), η οποία οφείλεται σε μεταγραφή του λατ. –ab– ως –αυ– (ίσως και με παρασύνδεση προς τη λέξη αυλή), αφού η λέξη προέρχεται από το λατ. stabulum. Εντούτοις, εφόσον πρόκειται για ξένο όρο, προτιμάται η ήδη ελληνιστική γραφή –β–: στάβλος.
Αυτά στο πλαίσιο. Στο κανονικό λήμμα διαβάζουμε:
στάβλος μεσν., μεταπλ. τύπος τού ελνστ. στάβλον (τό) (που θεωρήθηκε αιτ. ενικού τού αρσ.), αρχική σημασία «ιπποστάσιο για άλογα αγώνων», < λατ. stabulum.
Το OED εξηγεί την προέλευση του λατινικού stabulum και λέει ότι το –υ– στο δικό μας σταύλος το πήραμε από το ρουμανικό staul. Μάλλον κάνουν λάθος.
[a. OF. estable masc. and fem., stable, also applied to a cowhouse, pigsty, etc. (mod.F. étable fem. cowhouse):—L. stabulum (also pop.L. stabula pl. used as fem. sing.) stable, stall, enclosure or fold for animals, lit. standing place, f. sta- root of stāre to stand. Cf. Sp. establo, Pg. estabulo stable, It. stabbio sheepfold, Rumanian staul (whence mod.Gr. σταῦλος).]
Σύμφωνα με τον στάβλο, θα πρέπει να γράψουμε και τα:
σταβλάρχης
σταβλίτης
σταβλίζω
στάβλισμα
ενσταβλισμός
ομόσταβλος
κοντόσταβλος
Έχω γράψει για τον κοντόσταβλο και τους Κοντόσταβλους:
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?9409-κοντόσταβλος-και-constable
Νομίζω ότι χρειάζεται να επισημάνω επίσης ότι ο ομόσταβλος είναι νεολογισμός που αποδίδει το αγγλικό stablemate (και την έκφραση from the same stable), ιδίως στη μεταφορική τους σημασία:
stablemate noun
• a horse, especially a racehorse, from the same establishment as another.
• a person or product from the same organization or background as another: the Daily Mirror and its Scottish stablemate the Daily Record
(ODE)