Καλημέρα. Να καταθέσω το πλούσιο λήμμα του Παπυρολεξικού:
σπαργώ (I)
σπαργῶ, -άω, ΝΑ· (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ' ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην.· β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.)· || (νεοελλ.) είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή· || (αρχ.) 1. (ιατρ.) (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι γεμάτος, σφίζω· 2. (για φυτό) είμαι γεμάτος χυμούς, ακμάζω· 3. (μτφ.) είμαι γεμάτος, φουσκώνω από επιθυμία ή πάθος («σπαργών δὲ... περιβάλλει τὸν ἐραστὴν καὶ φιλεῑ», Πλάτ.)· 4. (απόλ.) γίνομαι ακόλαστος ή αυθάδης, αναιδής («ἄκρατον ἔτι τὴν ὀλιγαρχίαν καὶ ἰσχυρὰν οἱ μετ' αὐτὸν ὁρῶντες σπαργῶσαν καὶ θυμουμένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός που, κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg- «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ», από την οποία προέρχεται μια ευρύτατη όσο και συγκεχυμένη οικογένεια λ. (πρβλ. λατ. spargo «σπέρνω», αβεστ. sparәga- «γάντζος», λιθουαν. spurgas «φούντα», καθώς και ασπάραγος «σπαράγγι», ἀσφάραγος «λαιμός», σφαραγοῦμαι «φουσκώνω», σπαίρω «σπαρταρώ»].
Για το ουσιαστικό:
σπαργή
η, ΝΑ· (νεοελλ.) 1. διόγκωση τού κυτταροπλάσματος και κυρίως τών χυμοτοπίων ενός φυτικού κυττάρου, η οποία οφείλεται στη διείσδυση νερού στο εσωτερικό τους, όταν το κύτταρο βυθίζεται σε ένα υποτονικό διάλυμα, δηλαδή σε ένα διάλυμα με μικρότερη συγκέντρωση από αυτήν τού κυττάρου ή τού χυμοτοπίου· 2. (φρ.) «πίεση σπαργής»· (βιολ.) η πίεση που δημιουργείται στο εσωτερικό ενός φυτικού κυττάρου και οφείλεται στην υδροστατική πίεση τών περιεχομένων τού χυμοτοπίου πάνω στο άκαμπτο κυτταρικό τοίχωμα· || (αρχ.) (κατά τον Ησύχ.) «σπαργαί, ὀργαί, ὁρμαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού σπαργῶ «είμαι σφριγηλός, γεμάτος χυμούς»].