...μια ιστορία έρωτα και ποδοσφαίρου ανάμεσα σε ένα φανατικό οπαδό του Θρύλου, μέλους της κόκκινης πρόγκας των «Βαρκάρηδων», και σε μία οπαδό του αιώνιου αντιπάλου και μέλους της πράσινης πρόγκας των «Αριστοκρατών ή φρουφρούδων» στις ταραγμένες ημέρες του 1930.
Έτσι υποδέχεται τον αναγνώστη του βιβλίου «Οι κόκκινοι βαρκάρηδες» ο (υποθέτω..) ιστορικός ερευνητής-συνεργάτης του συγγραφέα Χρήστος Πιπίνης, που εξηγεί:
Οι φανατικοί οπαδοί των ομάδων στις μέρες του 1930 ήταν οργανωμένοι σε πρόγκες. Προγκάραν με στίχους, με ροκάνες, τραγούδια, συνθήματα την αντίπαλη ομάδα και τους οπαδούς της.
Μολονότι εύλογη και κατανοητή, ομολογώ ότι δεν είχα ξαναδεί τέτοια χρήση της λέξης πρόγκα. Ήξερα μόνο αυτό που λέει π.χ. το ΛΚΝ:
Σλαβική, αλλά διαφορετική ετυμολογία δίνει το Μείζον:
Έτσι υποδέχεται τον αναγνώστη του βιβλίου «Οι κόκκινοι βαρκάρηδες» ο (υποθέτω..) ιστορικός ερευνητής-συνεργάτης του συγγραφέα Χρήστος Πιπίνης, που εξηγεί:
Οι φανατικοί οπαδοί των ομάδων στις μέρες του 1930 ήταν οργανωμένοι σε πρόγκες. Προγκάραν με στίχους, με ροκάνες, τραγούδια, συνθήματα την αντίπαλη ομάδα και τους οπαδούς της.
Μολονότι εύλογη και κατανοητή, ομολογώ ότι δεν είχα ξαναδεί τέτοια χρήση της λέξης πρόγκα. Ήξερα μόνο αυτό που λέει π.χ. το ΛΚΝ:
πρόγκα η [próŋga] Ο25 : (οικ.) 1. θορυβώδης, έντονη ομαδική αποδοκιμασία, χλευασμός· γιουχάισμα: Mόλις βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει, άρχισε η ~. 2. άγριο, επιθετικό (συνήθ. ομαδικό) πείραγμα: Οι συμμαθητές του τον υποδέχτηκαν με ~ και ειρωνεία.
[σλαβ. *poroga με ανομ. αποβ. του πρώτου [o] ]
[σλαβ. *poroga με ανομ. αποβ. του πρώτου [o] ]
Σλαβική, αλλά διαφορετική ετυμολογία δίνει το Μείζον:
πρόγκα (η) ουσ. θορυβώδης αποδοκιμασία, ομαδικός χλευασμός
[κατά Σκουβαρά, από το σλαβ. bruca (= προσβλητική αποπομπή για αποδοκιμασία άπρεπης και αισχρής πράξης)]
[κατά Σκουβαρά, από το σλαβ. bruca (= προσβλητική αποπομπή για αποδοκιμασία άπρεπης και αισχρής πράξης)]