προσφεύγω - προσφυγή / καταφεύγω - καταφυγή

Συμφωνείτε ότι υπάρχει μια μικρή διαφορά στη χρήση αυτών των ρημάτων και ουσιαστικών; Είχα γράψει «...χωρίς να καταφύγει στη βιοψία...» και αποφάσισα να αλλάξω σύνταξη, οπότε ανακάλυψα ότι το καταφυγή δεν ταιριάζει εδώ. Ο Μπαμπινιώτης θεωρεί ότι το προσφυγή μπορεί να χρησιμοποιηθεί εδώ (προσφυγή: η αναζήτηση διεξόδου, βοήθειας ή προσωπικής κάλυψης (από κάποιον/κάτι) με τη χρήση συγκεκριμένων μέσων), όμως δεν θα έγραφα ποτέ «...να προσφύγει στη βιοψία...». Πείτε μου αν έχω δίκιο ή αν κάνω κάπου λάθος στη χρήση.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Προσπάθησα να το τεκμηριώσω με τα λήμματα των λεξικών, αλλά τζίφος. :)

Πάντως κι εγώ στη βιοψία θα κατέφευγα...
 

Inachus

Member
Σαφέστατα είναι συνώνυμα.
Ωστόσο, κι εγώ πιστεύω ότι το "καταφύγει" εδώ δένει καλύτερα.
 
Εγώ πάλι νομίζω ότι η διαφορά έγκειται στο ότι προσφεύγουμε σε αρχή, πρόσωπο, φορέα, οργανισμό, κτλ, και όχι σε μέθοδο/πράξη/τρόπο. Απευθυνόμαστε κάπου δηλαδή. Τουλάχιστον αυτό έχω στο μυαλό μου και δεν θα το χρησιμοποιούσα διαφορετικά. Μπορεί να κάνω και λάθος όμως, διορθώστε με.

Καταφεύγουμε σε σε πράξη, καταφεύγουμε σε τόπο, νομίζω ότι καταφεύγουμε και σε πρόσωπο. Τι λέτε;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Δεν έχεις άδικο, Όλι. Και θα πρόσθετα ότι υπάρχει ποιοτική διαφορά όταν προσφεύγουμε σε πρόσωπο (ακόμη στεκόμαστε όρθιοι) ή όταν καταφεύγουμε σε πρόσωπο (ή στα θεία): είμαστε πια κατατρεγμένοι. Ή όχι; :confused:
 
Δεν έχεις άδικο, Όλι. Και θα πρόσθετα ότι υπάρχει ποιοτική διαφορά όταν προσφεύγουμε σε πρόσωπο (ακόμη στεκόμαστε όρθιοι) ή όταν καταφεύγουμε σε πρόσωπο (ή στα θεία): είμαστε πια κατατρεγμένοι. Ή όχι; :confused:

Νομίζω ναι. Προσφεύγεις για να ζητήσεις κάτι, καταφεύγεις γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή. Πχ καταφεύγουν στη βιοψία γιατί δεν υπάρχει άλλη εξίσου αποτελεσματική μη παρεμβατική μέθοδος. Καταφεύγουν σε σοφιστείες γιατί δεν έχουν επιχειρήματα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Στο Ψάχνω την κατάλληλη λέξη γράφει:

καταφεύγω, προσφεύγω. Οι σημασίες των δύο ρημάτων είναι παραπλήσιες και συχνά χρησιμοποιείται το πρώτο στη θέση του δεύτερου. καταφεύγω αρχικά σημαίνει πηγαίνω σε έναν τόπο για να βρω σ’ αυτόν προστασία και ασφάλεια, επειδή κινδυνεύω από κάτι ή βρίσκομαι σε δύσκολη θέση (αναζητώ «καταφύγιο»): Οι δύο βοσκοί κατέφυγαν κάτω από μια βαλανιδιά, για να προστατευτούν από το ξαφνικό χαλάζι. Ο ληστής κατέφυγε σε μια σπηλιά, για να μην τον βρει το απόσπασμα που τον καταδίωκε. Στη χώρα μας έχουν καταφύγει τελευταία πολλοί λαθρομετανάστες με την ελπίδα ότι θα βρουν καλύτερες συνθήκες ζωής. Όμως καταφεύγουμε όχι μόνο σε τόπο για προστασία και ασφάλεια αλλά και σε ένα πρόσωπο ή σε άλλη πηγή, για να ζητήσουμε βοήθεια, για να επιλύσουμε κάποιο πρόβλημά μας ή για να βρούμε γαλήνη: Είναι βουτηγμένος στα χρέη και θα καταφύγει πάλι στον πατέρα του για δανεικά. Αν δε μας δώσετε αποζημίωση, θα μας αναγκάσετε να καταφύγουμε στα δικαστήρια. Όταν τον πνίγουν οι δυσκολίες της ζωής, καταφεύγει στην κιθάρα του και ηρεμεί. Το ρήμα προσφεύγω λειτουργεί σε υψηλότερο επίπεδο λόγου και σημαίνει απευθύνομαι σε κάποιο πρόσωπο και κυρίως σε κάποιαν αρχή, για να ζητήσω στήριξη — κυρίως «για να βρω το δίκιο μου»: Θα προσφύγουμε στον Άρειο Πάγο για να δικαιωθούμε. Μια Ελληνίδα της Πόλης προσέφυγε σε διεθνές δικαστήριο, για να ακυρωθεί η κατάσχεση του σπιτιού της από τις τουρκικές αρχές.
 
Παρ' όλα αυτά, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιείς τα αντίστοιχα ρήματα, έτσι δεν είναι; Η καταφυγή δεν ταιριάζει πάντοτε εκεί που χρησιμοποιείται το καταφεύγω, και το ίδιο γίνεται και με το προσφεύγω - ή όχι;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Χμμ, προσφεύγω, προσδοκώ, προσβλέπω, προσπέφτω... Κάποια συνάφεια των ελπίδων που απεικονίζονται από αυτά τα ρήματα με τη χρήση του προσ- θα πρέπει να υπάρχει.
 

nickel

Administrator
Staff member
Παρ' όλα αυτά, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιείς τα αντίστοιχα ρήματα, έτσι δεν είναι;
Νομίζω ότι για ουσιαστικό δεν έχω πρόβλημα να βάλω προσφυγή σε όλες τις περιπτώσεις (και καταφύγιο, στο 2ο από τα παραδείγματα που έχει το ΛΚΝ για καταφυγή).

καταφυγή η : 1. η ενέργεια του καταφεύγω, η αναζήτηση προστασίας ή βοήθειας: H καταφυγή στα ναρκωτικά δε δίνει τη λύση στα προβλήματά μας. 2. για κτ. ή για κπ. όπου καταφεύγει κανείς: H πίστη στο Θεό είναι η στερνή καταφυγή του ανθρώπου.

Και για ουσιαστικό έχουμε μόνο τον φυγάδα και τον πρόσφυγα. Ο καταφυγάς (=δραπέτης, φυγάς) έμεινε πίσω, στα αρχαία.
 
Top