Σήμερα θα ασχοληθούμε με άλλη μία έκφραση που παραμένει ανεπαρκώς λεξικογραφημένη, κι η οποία πιο συγκεκριμένα συντίθεται από το ρήμα πηγαίνω, από το ουσιαστικό κοπίδι ή αίμα και, κατά κανόνα, και από ένα πρόσωπο σε συντακτικό ρόλο αντικειμένου. Οι συνήθεις μορφές αυτής της έκφρασης θα καταστούν πιο εύληπτες μέσα από τα παραδείγματα χρήσης της τα οποία παρατίθενται αμέσως παρακάτω:
.
Διορθώσεις και προσθήκες στα παραπάνω, όπως πάντα, θα εκτιμηθούν ιδιαίτερα. :)
.
- με πάει / πηγαίνει κοπίδι / αίμα [απρόσωπη ρηματική έκφραση με αρχική προέλευση από τη στρατιωτική αργκό· για τη χρήση τής λ. αίμα πρβλ. εκφρ. κάνω κάποιον να φτύσει αίμα / πίνω κλπ κάποιου το αίμα· η χρήση με τη λ. κοπίδι πιθανόν και να προέκυψε αφότου είχαν ήδη ταυτιστεί σημασιακά οι δύο εκδοχές τής φράσης σε κάποια από τις προσφορότερες για εννοιολογική διαπίδυση σημασίες, αλλά και πάλι το κόβω έχει σχετική παρουσία στην επιβολή κάποιου επί άλλου προσώπου (πρβλ. εκφρ. κόβω τα φτερά / τον αέρα / τον βήχα κλπ κάποιου)] = έχω υπερβολικό φόρτο εργασίας (συνήθως όταν αυτή την εργασία μού την αναθέτουν άλλοι και στερούμαι επιλογών ή δικαιώματος άρνησης), με πάει σερί υπηρεσίες (μία μέσα, μία παραμέσα), τα έχω δει όλα κωλυόμενα, με πηγαίνει πίπα-κώλο / γαμιώντας / κωλοφεράντζα κττ -Πώς πάνε ρε οι υπηρεσίες; -Άσε, με πάει αίμα (ή «με έχει πάει αίμα», δηλαδή έχω συνέχεια υπηρεσία)... (από παράδειγμα στο slang.gr)
- (εγώ) πάω / πηγαίνω κάποιον κοπίδι / αίμα [η προσωποποιημένη εκδοχή τής σημασίας #2] = φορτώνω αγρίως κάποιον με ανάθεση έργου / αγγαρείας / υπηρεσιών και δεν τον αφήνω να ανασάνει / να σηκώσει κεφάλι / χρόνο ούτε να ξυθεί, τον έχω πήξει / λιώσει / σκίσει / πηδήξει, τον τρέχω ασύστολα, τον πηγαίνω πίπα-κώλο / γαμιώντας / κωλοφεράντζα κττ Από τότε που ανέλαβε ο νέος μοίραρχος, τους πηγαίνει όλους κοπίδι: δύο κύματα τη μέρα συν τα QRA συν Τρίτη-Πέμπτη νυχτερινές — και δεν έχει μείνει πίσω ούτε το ΣΜΕΤ, ενώ βγάζει και καναδυό δοκιμές από φάση τη βδομάδα. (από συζήτηση αεροπόρων)
- (συνήθως στον αόριστο) με πήγε κοπίδι / αίμα [η λ. κοπίδι από το κόψιμο “διάρροια”, υπάρχει δε μια σχέση μεταξύ των δύο αυτών λέξεων (κόψιμο & κοπίδι) ανάλογη εκείνης των κλανιά “πορδή” και κλανίδι “αλληλουχία πορδών”· για το δε αίμα πιθανότατα από επιτατική χρήση καθότι όταν μια βιολογική ενέργεια γίνεται στον υπερυπερθετικό βαθμό τότε μπαίνει στη μέση το αίμα (πρβλ. έκφρ. αν έκανα πάλι σεξ / άλλη μια φορά εμετό δεν ξέρω πια τι θα ’βγαζα — μάλλον αίμα πλέον) κι η αίσθηση της ακατάσχετης —και υδαρούς— διάρροιας (επί της ουσίας μιας εξουθενωτικότατης μορφής ξεκωλιάσματος, δηλαδή) παραπέμπει στο ότι δεν έχει μείνει πια τίποτε άλλο στο πεπτικό σου για να βγάλεις και θ’ αρχίσεις να χέζεις αίμα, νοερή σύλληψη που εύλογα συνεπικουρείται κι από το γεγονός ότι το αίμα συνδέεται με τις βιολογικές λειτουργίες σε εκφορές καταρών (πρβλ. προσδοκίες τού τύπου μπα που να κατουρήσεις / ξεράσεις αίμα)] = είχα έντονες / συνεχείς / ακατάσχετες διαρροϊκές κενώσεις, με πήγε σπρέι / μίλκο / τσιρλιό (κ.ά. για τα οποία δες στο σλανγκρ: http://www.slang.gr/lemma/show/aima_1973/)· γκουγλιές: http://goo.gl/JSVKn· Μα είχα δυσκοιλιότητα και πήρα καθαρτικό, με πήγε αίμα σού λέω ρε μπρο, νερό χρώματος καφέ αντί για σκατό! (από στίχους χιπ-χοπ) παράδειγμα στον ενεστώτα: Αν δώσεις μια ξηρά τροφή και δεις ότι το πηγαίνει κοπίδι το σκυλί, μην τη συνεχίσεις. (από συζήτηση σκυλάδων)
- (συνήθως στον αόριστο) με πήγε κοπίδι / αίμα [από συνεκδοχή τής σημασίας #3, καθότι η διάρροια (πρβλ. χέστης, χέστηκε πάνω του κλπ) συνδέεται με τη λιποψυχία, ενώ και το κόβω έχει τη δική του σχετική παρουσία (πρβλ. του κόπηκε/-αν η χολή / τα ήπατα)· για το δε αίμα πρβλ. εκφρ. μου ’κοψε / κόπηκε / πάγωσε το αίμα] = κώλωσα / ψάρωσα / τρόμαξα / τρομοκρατήθηκα, τα χρειάστηκα, έκλασα πατάτες (για τις οποίες βλ. στον Σαραντάκο: http://sarantakos.wordpress.com/2011/10/12/potato/#comment-84668) / μέντες , με πήγε πατάτες / τσιρλιό (κ.ά. για τα οποία δες στο #3) -Δηλαδή θέλετε να μου πείτε ότι υπάρχει άτομο που τρόμαζε με τα προηγούμενα F.E.A.R.; -Εμένα πάντως στο πρώτο F.E.A.R. με πήγαινε κοπίδι κάθε φορά που παίζανε τα φώτα. (από συζήτηση γκέιμερ) Σας πήγε αίμα όταν ετέθη το θέμα του δημοψηφίσματος. (από πολιτική συζήτηση)
- πηγαίνω κοπίδι / αίμα [από διεύρυνση κι εμβάθυνση της σημασιακής ταύτισης με το γαμιώντας] = πηγαίνω γαμιώντας — το οποίο κατά περίπτωση μπορεί να σημαίνει κατισχύω επί τινός, εκμηδενίζω / διαλύω / ξεσκίζω / στριμώχνω άγρια κάποιον (που πιθανότατα και να το άξιζε εδώ που τα λέμε — ή που να τα ’θελε κι εκείνου ο κώλος του), πηγαίνω τσίτα (κ.ά. για τα οποία βλ. σημασία #3 στη φλαταδούρα), πηγαίνω καρφί κ.ο.κ. Ατρόμητος-Πανιώνιος: Στον Εργοτέλη τον πήγε αίμα τον αιώνιο· εδώ σε παρόμοια κατάσταση (νέος σύμμαχος ο Σπανός) τι θα κάνει; (“πηγαίνω γαμιώντας / δεν αφήνω να σηκώσει κεφάλι / κυνηγάω & στριμώχνω αγρίως κάποιον” — από κορακοανάλυση, ήγουν προσδιορισμό διατητικής επίδρασης σε ποδοσφαιρικά αποτελέσματα, στοιχηματατζή) Γρήγορα μια ξεματιάστρα! Φτου φτου σκόρδα! Τι να πω, απ’ ό,τι κατάλαβα μας πήγε αίμα όλες! (“με πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο / περνάω πολύ δύσκολη φάση” — από συζήτηση μανάδων για το ότι μάλλον πρέπει να κάνουν ευχέλαιο με τόσες αναποδιές που τις κατατρέχουν) -Με το τροφοδοτικό που έχω βρει φίλε με βλέπω να πηγαίνω αίμα 4άδες! -Με το καλό να το τελειώνεις και να δίνεις πόνο στις 4άδες. (“πηγαίνω γαμιώντας / υπερκαλύπτω ή εξαντλώ λειτουργικές απαιτήσεις / δουλεύω κάτι στο όριο” — από συζήτηση σχετικά με ηχοσύστημα αυτοκινήτου) Αν ο μόρτης την είχε στην πούδρα τότε όλα καλά όλα ωραία, αν όμως την πήγαινε κοπίδι τότε στα 30 δεν θα χρειαστεί λίφτινκ, συνεργείο αναπαλαίωσης θα χρειαστεί. (“πηγαίνω γαμιώντας / το έχω ξεσκίσει κάτι” — από συζήτηση μηχανόβιων όπου παραλληλίζονται τα χιλιάδες χιλιόμετρα μιας μηχανής με τις ηλικίες των γυναικών) Όλα τα λεφτά ήταν οι κατηφόρες, που με το ανανεωμένο μου Pro-Rider τις πήγαινα κοπίδι! (“πηγαίνω τσίτα / σανίδα / όσο πάει” — από δήλωση ποδηλάτη) Ταϊλάνδη: Πηγαίνει κοπίδι ένας φίλος εκεί. Είκοσι μέρες σε 5 αστέρων ξενοδοχείο με όλα μέσα στην τιμή (με πισίνες, waterland, event κτλ), μαζί με τα αεροπορικά, 1000 ευρώ! Με 1000 ευρώ εδώ στο "Ελλάντα", δεν πας... ούτε 5 μέρες στην Πάρο! (“πηγαίνω καρφί / με τις μπάντες / άνευ ετέρας” — από ταξιδιωτική συζήτηση· άσε που ’χει και δίκιο ο άνθρωπος)
Διορθώσεις και προσθήκες στα παραπάνω, όπως πάντα, θα εκτιμηθούν ιδιαίτερα. :)