Επίρρημα καταταλαιπωρούμενο και καταταλαιπωρούν (δεν είναι ασύντακτη η πρόταση — το «καταταλαιπωρούν» είναι ενεργητική μετοχή).
Δίνει, ας πούμε, το Altavista 34.000 *παρεπιπτόντως, αλλά και 3.500 *παρεπιμπτόντως. Τα 150 *παρεμπιπτώντως και τα 600 *παρεπιπτώντως είναι σταγόνες σε ωκεανό.
Το σωστό έχει τετραπλάσια ευρήματα από τα λανθασμένα. Παρήγορο για μια τόσο περίπλοκη λέξη, που πρέπει να την αναλύσεις κάθε φορά πριν τη γράψεις. Από:
πίπτω (π.χ. όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος)
εν + πίπτω > εμπίπτω («περιλαμβάνομαι», π.χ. Το ζήτημα δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές μου.)
παρά + εμπίπτω > παρεμπίπτω («παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ». Σπάνια η χρήση του, αλλά αντιγράφω από κείμενο του Α. Βιστωνίτη στο Βήμα: Κανέναν φυσικά δεν θεωρούσε ισότιμό του [ο Νταλί], συμπεριλαμβανομένου και του Μπουνιουέλ. Ο Νταλί έγραψε το σενάριο για τον Ανδαλουσιανό σκύλο αλλά ισχυρίζεται ότι λίγο-πολύ την ταινία τη σκηνοθέτησαν μαζί. Διότι όταν υπάρχει ο Νταλί, ο Μπουνιουέλ, όταν δεν παρεμπίπτει, περισσεύει.)
Το επίρρημα παρεμπιπτόντως σχηματίζεται από τη μετοχή παρεμπίπτων – παρεμπίπτουσα – παρεμπίπτον, που δεν είναι σπάνια, ιδίως στη νομική. Π.χ.
παρεμπίπτουσα διαδικασία (interlocutory proceedings) [ΙΑΤΕ]
παρεμπίπτουσες αγωγές
παρεμπίπτουσες αποφάσεις (π.χ. Οι αποφάσεις διακρίνονται σε παρεμπίπτουσες και οριστικές. Οι παρεμπίπτουσες αποφαίνονται για συγκεκριμένα θέματα που κρίνονται κατά την διάρκεια της διαδικασίας, οριστικές είναι αυτές που περατώνουν την πειθαρχική διαδικασία.)
παρεμπίπτον διάταγμα (π.χ. Κάθε Δικαστήριο, κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει απαγορευτικό διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστακτικό)…)
παρεμπίπτοντα αλιεύματα (bycatch)
Κι αυτός είναι παρεμπίπτων ισχυρισμός, αλλά και όλο το βιβλίο κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι ένα συνονθύλευμα από παρεμπίπτοντες ισχυρισμούς. (Ν. Σαραντάκος)
Το επίρρημα φτιάχτηκε το 1833 (λέει το ΛΝΕΓ) για να μεταφράσει το γαλλικό incidemment (αγγλ. incidentally, by the way).
Πρόπερσι λάνσαρα το παρέμπ, που καλύτερα να γράφεται με τόνο, αφού επιδιώκει να αποκτήσει αυτόνομη οντότητα. Αντιστοιχεί στο αγγλικό BTW.
Δίνει, ας πούμε, το Altavista 34.000 *παρεπιπτόντως, αλλά και 3.500 *παρεπιμπτόντως. Τα 150 *παρεμπιπτώντως και τα 600 *παρεπιπτώντως είναι σταγόνες σε ωκεανό.
Το σωστό έχει τετραπλάσια ευρήματα από τα λανθασμένα. Παρήγορο για μια τόσο περίπλοκη λέξη, που πρέπει να την αναλύσεις κάθε φορά πριν τη γράψεις. Από:
πίπτω (π.χ. όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος)
εν + πίπτω > εμπίπτω («περιλαμβάνομαι», π.χ. Το ζήτημα δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές μου.)
παρά + εμπίπτω > παρεμπίπτω («παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ». Σπάνια η χρήση του, αλλά αντιγράφω από κείμενο του Α. Βιστωνίτη στο Βήμα: Κανέναν φυσικά δεν θεωρούσε ισότιμό του [ο Νταλί], συμπεριλαμβανομένου και του Μπουνιουέλ. Ο Νταλί έγραψε το σενάριο για τον Ανδαλουσιανό σκύλο αλλά ισχυρίζεται ότι λίγο-πολύ την ταινία τη σκηνοθέτησαν μαζί. Διότι όταν υπάρχει ο Νταλί, ο Μπουνιουέλ, όταν δεν παρεμπίπτει, περισσεύει.)
Το επίρρημα παρεμπιπτόντως σχηματίζεται από τη μετοχή παρεμπίπτων – παρεμπίπτουσα – παρεμπίπτον, που δεν είναι σπάνια, ιδίως στη νομική. Π.χ.
παρεμπίπτουσα διαδικασία (interlocutory proceedings) [ΙΑΤΕ]
παρεμπίπτουσες αγωγές
παρεμπίπτουσες αποφάσεις (π.χ. Οι αποφάσεις διακρίνονται σε παρεμπίπτουσες και οριστικές. Οι παρεμπίπτουσες αποφαίνονται για συγκεκριμένα θέματα που κρίνονται κατά την διάρκεια της διαδικασίας, οριστικές είναι αυτές που περατώνουν την πειθαρχική διαδικασία.)
παρεμπίπτον διάταγμα (π.χ. Κάθε Δικαστήριο, κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει απαγορευτικό διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστακτικό)…)
παρεμπίπτοντα αλιεύματα (bycatch)
Κι αυτός είναι παρεμπίπτων ισχυρισμός, αλλά και όλο το βιβλίο κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι ένα συνονθύλευμα από παρεμπίπτοντες ισχυρισμούς. (Ν. Σαραντάκος)
Το επίρρημα φτιάχτηκε το 1833 (λέει το ΛΝΕΓ) για να μεταφράσει το γαλλικό incidemment (αγγλ. incidentally, by the way).
Πρόπερσι λάνσαρα το παρέμπ, που καλύτερα να γράφεται με τόνο, αφού επιδιώκει να αποκτήσει αυτόνομη οντότητα. Αντιστοιχεί στο αγγλικό BTW.