παρακάτσεψαν

altan

Member
Good morning to all!

2016-07-19_10-19-25.jpg
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Good morning, Altan, I hope all is well there.

Παρακάτσεψαν is the past tense (3rd person plural) of the verb παρακατσεύω, which means stalk, stake out. Here, however, I would translate it as "peek" (Türçesi dikizlemek olabilir), i.e. The Turks cracked the gate open and peeked through it, only to see [...]
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Ένα πρωί, μεγάλη γιορτή του Άι-Γιώργη, εκεί που ήμασταν γονατισμένοι και κάναμε την πρωινή προσευκή μας μέσα στο καλύβι, πήρε το μάτι μου έναν άντρακλα, σιγά σιγά, παρακατσευτά, να ζυγώνει· κρατούσε παραμάσκαλα μιαν μπουκάλα κρασί κι ένα πράμα τυλιμένο σε λεμονόφυλλα· χτύπησε τα ρουθούνια μου μυρωδιά από ψημένο κρέας.
...
Έκαμα να τραβηχτώ, να μην ακούω· μιλούσαν οι δυο τους, χωριατιά μεγάλη να παρακατσεύεις και να κρυφακούς τα μυστικά τους. Μα το 'πα, το ξαναλέω, είμαι χωριάτης· έπεσα πίστομα χάμω κι αφουκράζουμουν.
...
Μη μιλάς άλλο, βρουχήθηκε, μη μιλάς άλλο· κοιμήσου! Το πρωί, όταν ξύπνησα, είχε πια ψηλώσει ο ήλιος, δε βρήκα πλάι μου το Φραγκίσκο· έκαμα ένα γύρο, πήγα από πεύκο σε πεύκο, φωνάζοντας τ' όνομά του· κι άξαφνα σήκωσα τα μάτια κι είδα το Φραγκίσκο σκαρφαλωμένο σ' ένα αψηλό κλαρί να παρακατσεύει, ανάμεσα από τα φύλλα, δυο χελιδόνια που πηγαινόρχουνταν τιτυβίζοντας και κουβαλούσαν στο ραμφί τους πότε ένα άχυρο, πότε μια τρίχα άλογου που 'χε πέσει στη στράτα, πότε ένα κόμπο λάσπη κι έχτιζαν τη φωλιά τους.
...
Μα πού να με ακούσουν· είχαν φρενιάσει από την πείνα, πετούσαν θελιά τα κομποσκοίνια τους, κι ο αδερφός με το λάζο, σκυμμένος, παρακάτσευε κι ανεβοκατέβαζε το αρματωμένο χέρι, θαρρούσε στον τράγο μα μαχαίρωνε μονάχα τον αέρα· ο τράγος όλο και τους ξέφευγε, στρέφουνταν και τους κοίταζε και τα μάτια του γέμιζαν φλόγες στο σκοτάδι.


Ο φτωχούλης του θεού


Κι αληθινά, από φιλότιμο, από την ιδέα πως είμαι Κρητικός κι από το φόβο του πατέρα μου, κατάφερα από παιδί να νικήσω το φόβο. Τη νύχτα, δεν τολμούσα στην αρχή να προβάλω μόνος στην αυλή, μέσα στο σκοτάδι· σε κάθε γωνιά, πίσω από κάθε γλάστρα, στο αφρόχειλο του πηγαδιού μουλωμένο παρακάτσευε ένα μικρό μαλλιαρό δαιμονικό και τα μάτια του γυάλιζαν· μα ο πατέρας μου μού 'δινε μια, μ' έβγαζε στην αυλή και μαντάλωνε πίσω μου την πόρτα.

Αναφορά στον Γκρέκο


κι ως κοντυλάτος πελαργός σε ορθή ψηλοζυγιάστη πέτρα·
σκυφτός παρακατσεύει τη σπηλιά µε τα γκαβά µατάκια —
κι ο γοργοβλέφαρος τον µπάνισε και τον καλωσορίζει:
«Μωρέ, καλώς το παραζούβαλο, το νεραϊδογλειµµένο·
καλώς το κλοτσοσκούφι του Θεού µε τη λερή φουντίτσα!»


Οδύσσεια, 896-900


Η χήρα, νέα και κατάκαλη[SUP](1)[/SUP]. Μια και το μοναχοπαίδι της δεν έπαιρνε τα γράμματα, το 'βαλε στ' αργαστήρι του στιβανά του χωριού, να μάθει σκιας* την τέχνη.

Ο στιβανάς, πολλά αρσίζης[SUP](2)[/SUP], ευτύς ως είδε τη χήρα εσουροσάλιασε[SUP](3)[/SUP] και δέχτηκε το κοπέλι «μετά χαράς». Η γυναίκα του, που τον εκάτεχε ίντα χρειγιά[SUP](4)[/SUP] ήτανε, κακόβαλε κι εντάκαρε[SUP](5)[/SUP] να παρακατσεύει[SUP](6)[/SUP], περίτου[SUP](7) [/SUP]όντεν επήγαινε η χήρα καφαλτί[SUP](8) [/SUP]του κοπελιού.

Ο στιβανάς ορμήνευγε του κοπελιού και του 'λεγε και χωρατάδες[SUP](9)[/SUP] κι εντεψίζικες[SUP](10)[/SUP] κουβέντες, για να το ξεθαρρέψει. Έτσι μια μέρα που έραφτε μια μουζάκωση[SUP](11)[/SUP], λέει του κοπελιού:

-Μωρέ Νικολιό, πες Άλφα.
Λέει το κοπέλι - Άλφα.
-Φιλεί ο μάστορας τη μάνα του κάλφα, συμπληρώνει το στιχάκι ο καλόρεξος παπουτσής χαχαρίζοντας.
Του λέει το κοπέλι:
-Μάστορα, πες Βήτα.
Λέει ο μάστορας - Βήτα.
-Φιλά ο κάλφας του μάστορα τη γυναίκα.
-Όι[SUP](12)[/SUP], δεν ταιριάζει, δεν πάει, του αντιμιλά ο παπουτσής.
Προβαίνει τότες τη μούρη της η γυναίκα του παπουτσή από τη μεσόπορτα που παρακάτσευε κι αποσώνει:
-Όσκιες[SUP](13)[/SUP], πάει και καλοπάει. Του απατού σου[SUP](14) [/SUP]πάει, και του κοπελιού δεν πάει;
______________

(1)= πολύ όμορφη
* σκιας = τουλάχιστον
(2)= γυναικάς
(3)= τρέξαν τα σάλια του από τον πόθο
(4)= τι ποιότητας, τι χαρακτήρας
(5)= άρχισε
(6)= παραφυλάει
(7)= ιδίως
(8)= το πρόγευμα
(9)= αστειότητες
(10)= τολμηρές, ανοιχτές
(11)= το πάνω μέρος του παπουτσιού
(12)= όχι
(13)= όχι
(14)= για σένα
Δημοσιεύτηκε από τον Μ. Βαρδάκη, στην Αλήθεια των Χανιών, της 24/3/77.


Χωστό μού παίζει η μοίρα μου και με παρακατσεύει
κι αν μου παντήξει μια χαρά, προβέρνει και την κλέβει

Όντε κουτουληθήκανε ο πόνος κι η χαρά μου
χωσμένη παρακάτσευγα να δω τα ξέτελά μου

https://rethemnosnews.gr/2014/04/μαντινάδες-με-τη-λέξη-χώνομαι-εχώστηκ/
 

altan

Member
Good morning, Altan, I hope all is well there.

Παρακάτσεψαν is the past tense (3rd person plural) of the verb παρακατσεύω, which means stalk, stake out. Here, however, I would translate it as "peek" (Türçesi dikizlemek olabilir), i.e. The Turks cracked the gate open and peeked through it, only to see [...]
Thanks Palavra,
"Dikizlemek" or "dikiz etmek" is slang form. So, "gözetlemek" should be right. Please be informed.
 
Top