μπανιέρα

Μπανιέρα είναι σήμερα "μεγάλη λεκάνη, συνήθ. από πορσελάνη, που είναι μόνιμα τοποθετημένη στο λουτρό και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο του σώματος" (ορισμός του ΛΚΝ).

Αλλά δεν ήταν πάντοτε έτσι. Σε χρονογράφημά του το 1954, ο Βάρναλης παραθέτει οδηγίες κάποιου δημόσιου φορέα: "Οι προσερχόμενοι εις τας λουτρικάς εγκαταστάσεις..." και σχολιάζει "θέλει να πει: μπανιέρες!"

(Σε Δημητράκο και Πρωία δεν υπάρχει λήμμα μπανιέρα).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Στα «Συνώνυμα», ο Βλαστός δίνει:

μπανιέρα γούρνα, λουστήρας, -ήρι, μπανιόλα

Αλλά και του Βάρναλη το απόσπασμα, μήπως εννοεί κάποια δημόσια λουτρά που περιείχαν, προφανώς, μπανιέρες;
 
Εννοεί θαλάσσια λουτρά, πιο κάτω οι οδηγίες (που παραθέτει) λένε:

«Να μην ρυπαίνουν τας λουτρικάς εγκαταστάσεις, να μη προξενούν εις αυτάς φθοράς, να μη ρίπτουν εις την θάλασσαν αντικείμενα επικίνδυνα δια τους λουομένους».
 

daeman

Administrator
Staff member
...
μπανιέρα

1. μεγάλη λεκάνη από μάρμαρο ή πορσελάνη σε λουτρό σπιτιού, όπου κανείς λούζεται και πλένει το σώμα του, λουτήρας
2. καμπίνα σε χώρο θαλάσσιων λουτρών.
 

SBE

¥
Κι εγω αρχικά σκέφτηκα ότι περίπου κι ο Δόχτορας, ότι πρόκειται για κάποια εγκατάσταση σε δημόσια λουτρά, πισίνα, στέρνα, γούρνα, δεξαμενή. Που είναι λουτρικές εγκαταστάσεις. Τις καμπίνες δεν θα τις σκεφτόμουν με τίποτα.
 
Top