λυγρός, -ά, -όν (Α)· 1. καταστρεπτικός, ολέθριος, δεινός, λυπηρός, θλιβερός («ἄλγεα λυγρά», Ομ.Ιλ.)· 2. (για πρόσ.) α) επιβλαβής, βλαβερός («τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν σὺν λυγροῑς ἑτάροισι», Ομ.Οδ.)· β) ανίκανος για μάχη, δειλός (οὐδ' ἂν ἔγωγε ἀνδρὶ μαχησαίμην, ὅστις πολέμοιο μεθείη λυγρὸς ἐών», Ομ.Ιλ.)· γ) αξιολύπητος· 3. (για αντικείμενα) ευτελής, άθλιος («λυγρὰ εἵματα», Ομ.Οδ.)· 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λυγρά· α) δυστυχία, αθλιότητα, κακομοιριά· β) όλεθρος, καταστροφή («λυγρὰ νοεῡντες ἄλλῃ παρακλίνουσι δίκας», Ησίοδ.)· γ) τα πράγματα ή οι καταστάσεις που επιφέρουν όλεθρο («φάρμακα λυγρά», Ομ.Οδ.). Επίρρ. λυγρῶς (Α)· άθλια, ελεεινά, οικτρά. (Πάπυρος)
Δεν έχει τελικά τίποτα που να αφορά τον νίκελ. :)