Κυριολεκτικά (το επίρρημα) σημαίνει με την ακριβή, βασική, μη μεταφορική σημασία των λεγομένων, αυτό που λέμε αλλιώς «με όλη τη σημασία της λέξεως». Ξεφυλλίζω στα ευρήματα του διαδικτύου και βλέπω: Η αναλγησία σπάει —κυριολεκτικά— κόκαλα ή Έβγαλε κέρατα... κυριολεκτικά όμως! Σε αυτά τα παραδείγματα αξιοποιείται η μεταφορά για να περιγραφεί κάποια απρόσμενη συνάντηση της μεταφορικής σημασίας με την κυριολεξία.
Συχνότατα ωστόσο κακοποιούμε τη λέξη για να δώσουμε έμφαση σε κάτι. Π.χ. στις νεκρολογίες για τον Χ. Λαμπράκη: «Η χούντα των συνταγματαρχών τον φυλάκισε και κυριολεκτικά στραγγάλισε την κυκλοφορία των εφημερίδων και των περιοδικών του». Και είναι να απορείς πώς επιζούν όλοι αυτοί που πέθαναν κυριολεκτικά.
Σύμφωνα με το ΛΚΝ: κυριολεκτικά & (λόγ.) κυριολεκτικώς EΠIPP πραγματικά, αληθινά, χωρίς να υπερβάλλω· στην κυριολεξία: Πεθαίνω κυριολεκτικά της πείνας.
Κάποιο μέλος του slang.gr δημιούργησε το παρακάτω εύστοχο λήμμα:
κυριολεκτικά = μεταφορικά
Π.χ. Έγινα κυριολεκτικά παπί από τον ιδρώτα. | Το σπίτι ήταν κυριολεκτικά μουνί. | Το άτομο κυριολεκτικά δεν υπάρχει.
Και ένας αναγνώστης επισημαίνει ότι και οι αγγλόφωνοι τραβάνε τα ίδια με το literally και παραπέμπει τον κόσμο στο ιστολόγιο http://literally.barelyfitz.com/.
Πολύ σωστά εξηγεί ένας άλλος αναγνώστης ότι «Το σπίτι που είναι κυριολεκτικά μουνί είναι πιο μουνί (μεταφορικά) από το σπίτι που είναι απλά μουνί», ενώ ένας άλλος δίνει ένα ωραίο παράδειγμα αυτής της χρήσης: «Όλη μέρα σήμερα οργώσαμε στην κυριολεξία τη Βαρκελώνη».
Τα αγγλικά λεξικά σχολιάζουν την ακυρολεξία. Ορίστε παραδείγματα για το τι θα έπρεπε να λένε και τα ελληνικά λεξικά:
USAGE: In its standard use literally means ‘in a literal sense, as opposed to a non-literal or exaggerated sense’, as for example in I told him I never wanted to see him again, but I didn't expect him to take it literally. In recent years an extended use of literally (and also literal) has become very common, where literally (or literal) is used deliberately in non-literal contexts, for added effect, as in they bought the car and literally ran it into the ground. This use can lead to unintentional humorous effects (we were literally killing ourselves laughing) and is not acceptable in standard English, though it is widespread.
[Oxford Dictionary of English]
literally 3. △used for emphasis: used with figurative expressions to add emphasis (informal) I was literally freezing.
literally used for emphasis: In formal contexts, avoid using literally in a consciously exaggerated way to add emphasis, especially in combination with a colorful figure of speech: We were literally swamped with offers. Say instead We had a huge number of offers, or We had more offers than we could deal with.
[Encarta]
Προτείνω να καταθέτουμε εδώ τις καλύτερες «λανθασμένες» χρήσεις του κυριολεκτικά που βρίσκουμε στο δρόμο μας.
Συχνότατα ωστόσο κακοποιούμε τη λέξη για να δώσουμε έμφαση σε κάτι. Π.χ. στις νεκρολογίες για τον Χ. Λαμπράκη: «Η χούντα των συνταγματαρχών τον φυλάκισε και κυριολεκτικά στραγγάλισε την κυκλοφορία των εφημερίδων και των περιοδικών του». Και είναι να απορείς πώς επιζούν όλοι αυτοί που πέθαναν κυριολεκτικά.
Η χούντα καθώς στραγγαλίζει κυριολεκτικά την κυκλοφορία των εφημερίδων
Σύμφωνα με το ΛΚΝ: κυριολεκτικά & (λόγ.) κυριολεκτικώς EΠIPP πραγματικά, αληθινά, χωρίς να υπερβάλλω· στην κυριολεξία: Πεθαίνω κυριολεκτικά της πείνας.
Κάποιο μέλος του slang.gr δημιούργησε το παρακάτω εύστοχο λήμμα:
κυριολεκτικά = μεταφορικά
Π.χ. Έγινα κυριολεκτικά παπί από τον ιδρώτα. | Το σπίτι ήταν κυριολεκτικά μουνί. | Το άτομο κυριολεκτικά δεν υπάρχει.
Και ένας αναγνώστης επισημαίνει ότι και οι αγγλόφωνοι τραβάνε τα ίδια με το literally και παραπέμπει τον κόσμο στο ιστολόγιο http://literally.barelyfitz.com/.
Πολύ σωστά εξηγεί ένας άλλος αναγνώστης ότι «Το σπίτι που είναι κυριολεκτικά μουνί είναι πιο μουνί (μεταφορικά) από το σπίτι που είναι απλά μουνί», ενώ ένας άλλος δίνει ένα ωραίο παράδειγμα αυτής της χρήσης: «Όλη μέρα σήμερα οργώσαμε στην κυριολεξία τη Βαρκελώνη».
Τα αγγλικά λεξικά σχολιάζουν την ακυρολεξία. Ορίστε παραδείγματα για το τι θα έπρεπε να λένε και τα ελληνικά λεξικά:
USAGE: In its standard use literally means ‘in a literal sense, as opposed to a non-literal or exaggerated sense’, as for example in I told him I never wanted to see him again, but I didn't expect him to take it literally. In recent years an extended use of literally (and also literal) has become very common, where literally (or literal) is used deliberately in non-literal contexts, for added effect, as in they bought the car and literally ran it into the ground. This use can lead to unintentional humorous effects (we were literally killing ourselves laughing) and is not acceptable in standard English, though it is widespread.
[Oxford Dictionary of English]
literally 3. △used for emphasis: used with figurative expressions to add emphasis (informal) I was literally freezing.
literally used for emphasis: In formal contexts, avoid using literally in a consciously exaggerated way to add emphasis, especially in combination with a colorful figure of speech: We were literally swamped with offers. Say instead We had a huge number of offers, or We had more offers than we could deal with.
[Encarta]
Προτείνω να καταθέτουμε εδώ τις καλύτερες «λανθασμένες» χρήσεις του κυριολεκτικά που βρίσκουμε στο δρόμο μας.
Last edited: