κυριαρχώ

Τόσο το ΛΚΝ όσο και το ΛΝΕΓ γνωρίζουν το ρήμα κυριαρχώ είτε χωρίς αντικείμενο ούτε προσδιορισμό, είτε με προσδιορισμό τοπικό (π.χ. κυριαρχώ στη θάλασσα, στις ειδήσεις) είτε με αντικείμενο που εισάγεται με το 'σε', συνήθως, λέει, σε μεταφορική χρήση, για συναισθήματα (κυριαρχώ στα νεύρα μου κλπ.) Θα πρόσθετα μάλιστα ένα 'κυριαρχώ πάνω σε' γι' αυτή την τελευταία περίπτωση. Τέλος πάντων, τα γράφω αυτά γιατί βρήκα σε γλωσσολογικό βιβλίο μια χρήση που τη βρίσκω αδόκιμη. Συγκεκριμένα, στην Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία της Ειρήνης Φιλιππάκη-Warburton, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992, στις σελ. 224 επ. χρησιμοποιείται συστηματικά το κυριαρχώ με άμεσο αντικείμενο:

Ένα στοιχείο Χ επιβάλλεται δομικά (c-commands) σε στοιχείο Υ αν, και μόνο αν, ο πρώτος διακλαδιζόμενος κόμβος που κυριαρχεί (dominates) το Χ κυριαρχεί και το Υ, και ούτε το Χ κυριαρχεί το Υ ούτε το Υ το Χ.

Και αυτό το βιολί συνεχίζεται για μερικές σελίδες. Εγώ θα έγραφα "κυριαρχεί πάνω στο Χ" κοκ.
 
Κι εγώ το ίδιο θα έλεγα. Άμεσο αντικείμενο σε αιτιατική μου φαίνεται αδιανόητο. Σε αρχαίζουσα σύνταξη θα περίμενα (if anything) γενική.
 
Ένα άλλο ρήμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, και που παίρνει άμεσο αντικείμενο, είναι το 'διαφεντεύω'.
 
Top