Με αυτή την έννοια
2. (μτφ.) για κτ. το οποίο βρίσκεται στο στάδιο των διεργασιών, ακριβώς πριν συμβεί ή εμφανιστεί: Kυοφορείται νέος εκλογικός νόμος. Kυοφορούνται εξελίξεις.
έχει κανείς καμιά ιδέα πώς θα πούμε κυοφορούμαι στα αγγλικά;
2. (μτφ.) για κτ. το οποίο βρίσκεται στο στάδιο των διεργασιών, ακριβώς πριν συμβεί ή εμφανιστεί: Kυοφορείται νέος εκλογικός νόμος. Kυοφορούνται εξελίξεις.
έχει κανείς καμιά ιδέα πώς θα πούμε κυοφορούμαι στα αγγλικά;