κυοφορώ (-ούμαι)

Με αυτή την έννοια

2. (μτφ.) για κτ. το οποίο βρίσκεται στο στάδιο των διεργασιών, ακριβώς πριν συμβεί ή εμφανιστεί: Kυοφορείται νέος εκλογικός νόμος. Kυοφορούνται εξελίξεις.

έχει κανείς καμιά ιδέα πώς θα πούμε κυοφορούμαι στα αγγλικά;
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα.

Να ρίξω μερικές χύμα:
Developments are afoot
Changes are under way
Plans are on the drawing board
 

cougr

¥
Στην περίπτωση του δεύτερου παραδείγματος (πέρι εκλογικού νόμου) πάει και το final stages of being enacted ή το imminent .

New electoral laws are in the final stages of being enacted/imminent.
 

cougr

¥
Θα ήθελα να προσθέσω, έστω και λίγο αργοπορημένα και το in the pipeline
 
Top