Costas
¥
Διάβασα σήμερα:
"Η νέα διήγηση αυτής της βιοτής γίνεται δίχως τον κλασαυχενισμό των μοντέρνων μεθόδων". (Δ. Τριανταφυλλόπουλος)
Αρχικά σκέφτηκα τον οσφυοκάμπτη (κλω αυχένα), αλλά, όταν το 'ψαξα στον γούγλη, είδα ότι σημαίνει "αλαζονεία, έπαρση, οίηση, υπεροψία, αγερωχία, ξιπασιά, περηφάνια." Το ΛΝΕΓ λέει:
κλασαυχενίζομαι ρ. αμετβ. αποθ. (μόνο σε ενεσ και παρατ.) (λόγ.)
έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου ΣΥΝ. κορδώνομαι, επαίρομαι, ξυπάζομαι, καμαρώνω. κομπάζω. - κλασαυχεvισμός (ο). ΣΧΌΛΙΟ λ. αποθετικός.
[ΕΤΥΜ. Μεταπλ. τ. τού μτγν. κλασαυχενεύομαι «περπατώ με τον αυχένα λυγισμένο". μτφ. '-με επιτηδευμένο ύφος (με αναφορά στον γυιό τού Αλκιβιάδη) < Kλασ « αρχ. κλώ "σπάζω", πβ. αόρ. έκλασα) + αυχενεύομαι < αυχήν, ένoς >|
Ώστε έτσι λοιπόν...Ωστόσο εξακολουθεί να μη μου αρέσει, και επίσης να μην καταλαβαίνω την εικόνα. Ο επηρμένος περπατάει με το σβέρκο λυγισμένο; Πώς συμβιβάζονται ο "κορδωμένος" και ο "κλασαυχενιστής", εικόνες αντίθετες μεταξύ τους, και δίνουν το ίδιο νόημα;
"Η νέα διήγηση αυτής της βιοτής γίνεται δίχως τον κλασαυχενισμό των μοντέρνων μεθόδων". (Δ. Τριανταφυλλόπουλος)
Αρχικά σκέφτηκα τον οσφυοκάμπτη (κλω αυχένα), αλλά, όταν το 'ψαξα στον γούγλη, είδα ότι σημαίνει "αλαζονεία, έπαρση, οίηση, υπεροψία, αγερωχία, ξιπασιά, περηφάνια." Το ΛΝΕΓ λέει:
κλασαυχενίζομαι ρ. αμετβ. αποθ. (μόνο σε ενεσ και παρατ.) (λόγ.)
έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου ΣΥΝ. κορδώνομαι, επαίρομαι, ξυπάζομαι, καμαρώνω. κομπάζω. - κλασαυχεvισμός (ο). ΣΧΌΛΙΟ λ. αποθετικός.
[ΕΤΥΜ. Μεταπλ. τ. τού μτγν. κλασαυχενεύομαι «περπατώ με τον αυχένα λυγισμένο". μτφ. '-με επιτηδευμένο ύφος (με αναφορά στον γυιό τού Αλκιβιάδη) < Kλασ « αρχ. κλώ "σπάζω", πβ. αόρ. έκλασα) + αυχενεύομαι < αυχήν, ένoς >|
Ώστε έτσι λοιπόν...Ωστόσο εξακολουθεί να μη μου αρέσει, και επίσης να μην καταλαβαίνω την εικόνα. Ο επηρμένος περπατάει με το σβέρκο λυγισμένο; Πώς συμβιβάζονται ο "κορδωμένος" και ο "κλασαυχενιστής", εικόνες αντίθετες μεταξύ τους, και δίνουν το ίδιο νόημα;