αντικατοπτρίζω [andikatoptrízo] -ομαι P2.1 : 1α.(σπάν.) καθρεφτίζω. β. (παθ.) δημιουργείται το είδωλό μου σε κάτοπτρο: Tα σύννεφα αντικατοπτρίζονται στη λίμνη. 2. (μτφ.) φανερώνω κτ. που δε φαίνεται όπως ακριβώς είναι: Tο βλέμμα του αντικατοπτρίζει τον ψυχικό του κόσμο. [λόγ.: 1: αντι- κατοπτρίζω· 2: σημδ. γαλλ. refléter]
κατοπτρίζω [katoptrízo] -ομαι P2.1 : (λόγ.) καθρεφτίζω. [λόγ. < ελνστ. κατοπτρίζω]
Παρά το γεγονός ότι στην κυριολεξία τους οι δύο λέξεις είναι συνώνυμες, στη μεταφορική χρήση φαίνεται να χρησιμοποιείται μόνο το "αντικατοπτρίζω". Εγώ πάντως θα επέλεγα αυτόματα αυτό. Το "κατοπτρίζω" θεωρώ ότι είναι απλώς η καθαρευουσιάνικη μορφή του "καθρεφτίζω", ενώ το "αντικατοπτρίζω" είναι παγιωμένο και στην καθημερινή γλώσσα.