Προσοχή, το ερώτημα δεν περιέχει «ή Καμμένος», γιατί τότε παραγίνεται εύκολο για τους περισσότερους.
Επειδή πάντως αυτή η προεκλογική περίοδος μπορεί να μας στραβώσει ποικιλοτρόπως, ας προστατεύσουμε την ορθογραφία μας από την ανορθογραφία του κ. Καμμένου και όλων των άλλων Καμμένων που κυκλοφορούν με –μμ–.
Το αρχαίο καίω είχε παθητική μετοχή κεκαυμένος. Ξέρετε σίγουρα τη διακεκαυμένη ζώνη (torrid zone).
http://en.wikipedia.org/wiki/Tropics
Στο λεξικό του Κριαρά (για τα μεσαιωνικά ελληνικά), στο λήμμα καίω, λέει για τη μετοχή:
H μετοχή παρακειμένου συνήθως στον τύπο κα(η)μένος ως επίθ. =
1) Ταλαιπωρημένος: καμένη από την δίψα (Διήγ. παιδ. 244).
2) Δυστυχισμένος, αξιολύπητος: η καημένη μου καρδιά (Πανώρ. B´ 374).
3) Κακός, άτυχος: η τύχη μου η καμένη (Σαχλ., Aφήγ. 604).
4) Ερεθισμένος: σκευασία ωφέλιμος … εις κεκαυμένην χολήν (Iατροσ. κώδ. לκβ´).
5) Συμπαθητικός: τα ’λαφάκια τα καημένα (Bοσκοπ. 6).
H μτχ. παρκ. κα(η)μένη ως τοπων.: (Πορτολ. A 861 και κριτ. υπ).
[αρχ. καίω. Ο τ. κάβγω στο Meursius (καύγειν). O τ. κάφτω και σήμ. ποντ. H λ., ο τ. καίγω και η μτχ. καημένος και σήμ.]
http://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/kriaras/search.html?lq=14215
Κάποιοι κάπου κάποτε (αν έχετε την καλοσύνη μού λέτε πώς και πότε) έφτιαξαν το καμμένος (από το καβμένος;) που διατηρείται σε επώνυμα. Το σωστό είναι καμένος όταν δεν έχουμε επώνυμο.
Και με την ευκαιρία: καημένος ή καϋμένος (!) > καημένος.
Επιμελώς αποφεύγω κάθε λογοπαίγνιο που μου τυραννά το νου.
Επειδή πάντως αυτή η προεκλογική περίοδος μπορεί να μας στραβώσει ποικιλοτρόπως, ας προστατεύσουμε την ορθογραφία μας από την ανορθογραφία του κ. Καμμένου και όλων των άλλων Καμμένων που κυκλοφορούν με –μμ–.
Το αρχαίο καίω είχε παθητική μετοχή κεκαυμένος. Ξέρετε σίγουρα τη διακεκαυμένη ζώνη (torrid zone).
http://en.wikipedia.org/wiki/Tropics
Στο λεξικό του Κριαρά (για τα μεσαιωνικά ελληνικά), στο λήμμα καίω, λέει για τη μετοχή:
H μετοχή παρακειμένου συνήθως στον τύπο κα(η)μένος ως επίθ. =
1) Ταλαιπωρημένος: καμένη από την δίψα (Διήγ. παιδ. 244).
2) Δυστυχισμένος, αξιολύπητος: η καημένη μου καρδιά (Πανώρ. B´ 374).
3) Κακός, άτυχος: η τύχη μου η καμένη (Σαχλ., Aφήγ. 604).
4) Ερεθισμένος: σκευασία ωφέλιμος … εις κεκαυμένην χολήν (Iατροσ. κώδ. לκβ´).
5) Συμπαθητικός: τα ’λαφάκια τα καημένα (Bοσκοπ. 6).
H μτχ. παρκ. κα(η)μένη ως τοπων.: (Πορτολ. A 861 και κριτ. υπ).
[αρχ. καίω. Ο τ. κάβγω στο Meursius (καύγειν). O τ. κάφτω και σήμ. ποντ. H λ., ο τ. καίγω και η μτχ. καημένος και σήμ.]
http://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/kriaras/search.html?lq=14215
Κάποιοι κάπου κάποτε (αν έχετε την καλοσύνη μού λέτε πώς και πότε) έφτιαξαν το καμμένος (από το καβμένος;) που διατηρείται σε επώνυμα. Το σωστό είναι καμένος όταν δεν έχουμε επώνυμο.
Και με την ευκαιρία: καημένος ή καϋμένος (!) > καημένος.
Επιμελώς αποφεύγω κάθε λογοπαίγνιο που μου τυραννά το νου.