— Πώς κάνει ο αόριστος τού καθαίρω; με ρώτησε ο φίλος μου ο Γιώργος (ο Μαλακός, που έχει φτιάξει τον Θησαυρό και την Αρχαιογνωσία και την Ελληνομάθεια και το Εννοιόλεξο — τον σύνδεσμο του Εννοιολέξου τον προσθέσαμε στην πάνω μπάρα και σκοπεύω, σε πρώτη ευκαιρία, να γράψω δυο λόγια για τη χρησιμότητά του και τη χρηστικότητά του, αν και τίποτα δεν σας εμποδίζει να τα ανακαλύψετε και μόνοι σας).
— Δεν ξέρω, του είπα. Δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ, ούτε στον ενεστώτα. Ίσως ούτε το αποκαθαίρω. Καθήρα, μήπως;
Είχα κάνει το λάθος που περίμενε. Το ίδιο λάθος που υποτίθεται ότι έχει κάνει και το ΛΝΕΓ. Και, επειδή εδώ έχουμε άλλο ένα μπουρδούκλωμα της γλώσσας μας, να τι κατάλαβα προσπαθώντας να τα ξεμπουρδουκλώσω.
Έχουμε ένα ευρύτατα γνωστό ρήμα, το καθαιρώ (ουσ. καθαίρεση). Λέμε: τον καθαίρεσαν, έχει καθαιρεθεί, ο καθαιρεμένος μητροπολίτης κτλ. Κανένα πρόβλημα. Έχουμε την περίπτωση της εκδίωξης από αξίωμα, έχουμε και δεύτερη σημασία, την καθαίρεση λέμβου, όταν την κατεβάζουμε από το πλοίο στη θάλασσα. Στα ειδικά κείμενα θα διαβάσουμε «η λέμβος καθαιρέθηκε / μπορεί να καθαιρεθεί» κ.τ.ό.
Αυτά με το ρήμα που τονίζεται στη λήγουσα. Έχουμε και το ρήμα που τονίζεται στην παραλήγουσα, το καθαίρω, που μας έδωσε την κάθαρση. Σημασία: καθαρίζω και εξαγνίζω. Χρήσεις; Στο ΛΚΝ δεν βλέπω παραδείγματα, στο ΛΝΕΓ διαβάζω: τα κήρυγμα αγάπης του ιερέα καθαίρει τις ψυχές των πιστών (και ο χαζούλης αυτόματος διορθωτής μου άλλαξε το καθαίρει σε καθαιρεί, χωρίς να με ρωτήσει — καλά που το είδα!).
Το ρήμα δεν υπάρχει στο ΝΕΛ του Κριαρά, ούτε στα Ρήματα της Νέας Ελληνικής της Ιορδανίδου, ούτε στο Λεξισκόπιο.
Περισσότερα παραδείγματα έχει το ΛΝΕΓ στο αποκαθαίρω:
1. καθαρίζω εντελώς: αποκαθαίρω μέταλλο με τήξη | αποκαθαρμένο μείγμα κορεσμένων υγρών υδρογονανθράκων τού πετρελαίου 2. καθαρίζω ηθικά (από εγκλήματα, αμαρτίες κ.λπ.), εξαγνίζω: αποκαθαίρω την ψυχή μου από τις αμαρτίες / το ψυχικό βάρος / τις ενοχές. ΑΝΤ. μολύνω, σπιλώνω. — αποκάθαρση (η).
Επίσης στο ελληνοαγγλικό του Γεωργακά έχουμε ένα χορταστικό αποκαθαίρω (το οποίο λείπει από το ΛΚΝ!):
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αποκαθαίρω&dq=
Νομίζω ότι είναι σαφείς οι σημασίες. Με τον αόριστο του τεστ τι γίνεται;
Στα αρχαία ο αόριστος ήταν εκάθαρα και εκάθηρα. Στους μεταγενέστερους χρόνους βλέπω προτίμηση για το εκάθαρα. Π.χ.
Ὅτε γὰρ αὐτοὺς ἐκάθαρε διὰ τῆς θυσίας (Ιωάννης ο Χρυσόστομος)
απεκάθαραν τον ανατολικό ρυθμό από το πάθος (Papantoniou)
https://www.google.com/search?q="απεκάθαρε"+OR+"απεκάθαραν"&btnG=Search+Books&tbm=bks&tbo=1
Έτσι, για τις σημερινές μας ανάγκες, ο Θησαυρός προτείνει για τον αόριστο:
εκάθαρα, εκάθαρες, εκάθαρε, εκαθάραμε, εκαθάρατε, εκάθαραν
και λόγιους τύπους: εκάθηρα κτλ.
Ο Γεωργακάς δίνει:
aor απεκάθαρα (subj αποκαθάρω), pf έχω αποκαθάρει, mediop αποκαθαίρομαι, aor subj αποκαθαρθώ
και το ΛΚΝ (στο καθαίρω):
σπάν. αόρ. εκάθαρα, απαρέμφ. καθάρει, παθ. αόρ. καθάρθηκα, απαρέμφ. καθαρθεί, μππ. καθαρμένος.
Ωστόσο, το ΛΝΕΓ δίνει καθήρα στο καθαίρω και αποκαθήρα στο αποκαθαίρω. Το ίδιο λέει και το Λεξισκόπιο, που φαίνεται ότι εδώ αλληθώριζε προς το ΛΝΕΓ.
Λοιπόν, εγώ τα είπα και καθάρισα. Βγάλτε άκρη τώρα εσείς. (Εγώ θα πω εκάθαρα την επόμενη φορά που θα με ρωτήσουν, αν το θυμάμαι.)
— Δεν ξέρω, του είπα. Δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ, ούτε στον ενεστώτα. Ίσως ούτε το αποκαθαίρω. Καθήρα, μήπως;
Είχα κάνει το λάθος που περίμενε. Το ίδιο λάθος που υποτίθεται ότι έχει κάνει και το ΛΝΕΓ. Και, επειδή εδώ έχουμε άλλο ένα μπουρδούκλωμα της γλώσσας μας, να τι κατάλαβα προσπαθώντας να τα ξεμπουρδουκλώσω.
Έχουμε ένα ευρύτατα γνωστό ρήμα, το καθαιρώ (ουσ. καθαίρεση). Λέμε: τον καθαίρεσαν, έχει καθαιρεθεί, ο καθαιρεμένος μητροπολίτης κτλ. Κανένα πρόβλημα. Έχουμε την περίπτωση της εκδίωξης από αξίωμα, έχουμε και δεύτερη σημασία, την καθαίρεση λέμβου, όταν την κατεβάζουμε από το πλοίο στη θάλασσα. Στα ειδικά κείμενα θα διαβάσουμε «η λέμβος καθαιρέθηκε / μπορεί να καθαιρεθεί» κ.τ.ό.
Αυτά με το ρήμα που τονίζεται στη λήγουσα. Έχουμε και το ρήμα που τονίζεται στην παραλήγουσα, το καθαίρω, που μας έδωσε την κάθαρση. Σημασία: καθαρίζω και εξαγνίζω. Χρήσεις; Στο ΛΚΝ δεν βλέπω παραδείγματα, στο ΛΝΕΓ διαβάζω: τα κήρυγμα αγάπης του ιερέα καθαίρει τις ψυχές των πιστών (και ο χαζούλης αυτόματος διορθωτής μου άλλαξε το καθαίρει σε καθαιρεί, χωρίς να με ρωτήσει — καλά που το είδα!).
Το ρήμα δεν υπάρχει στο ΝΕΛ του Κριαρά, ούτε στα Ρήματα της Νέας Ελληνικής της Ιορδανίδου, ούτε στο Λεξισκόπιο.
Περισσότερα παραδείγματα έχει το ΛΝΕΓ στο αποκαθαίρω:
1. καθαρίζω εντελώς: αποκαθαίρω μέταλλο με τήξη | αποκαθαρμένο μείγμα κορεσμένων υγρών υδρογονανθράκων τού πετρελαίου 2. καθαρίζω ηθικά (από εγκλήματα, αμαρτίες κ.λπ.), εξαγνίζω: αποκαθαίρω την ψυχή μου από τις αμαρτίες / το ψυχικό βάρος / τις ενοχές. ΑΝΤ. μολύνω, σπιλώνω. — αποκάθαρση (η).
Επίσης στο ελληνοαγγλικό του Γεωργακά έχουμε ένα χορταστικό αποκαθαίρω (το οποίο λείπει από το ΛΚΝ!):
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αποκαθαίρω&dq=
Νομίζω ότι είναι σαφείς οι σημασίες. Με τον αόριστο του τεστ τι γίνεται;
Στα αρχαία ο αόριστος ήταν εκάθαρα και εκάθηρα. Στους μεταγενέστερους χρόνους βλέπω προτίμηση για το εκάθαρα. Π.χ.
Ὅτε γὰρ αὐτοὺς ἐκάθαρε διὰ τῆς θυσίας (Ιωάννης ο Χρυσόστομος)
απεκάθαραν τον ανατολικό ρυθμό από το πάθος (Papantoniou)
https://www.google.com/search?q="απεκάθαρε"+OR+"απεκάθαραν"&btnG=Search+Books&tbm=bks&tbo=1
Έτσι, για τις σημερινές μας ανάγκες, ο Θησαυρός προτείνει για τον αόριστο:
εκάθαρα, εκάθαρες, εκάθαρε, εκαθάραμε, εκαθάρατε, εκάθαραν
και λόγιους τύπους: εκάθηρα κτλ.
Ο Γεωργακάς δίνει:
aor απεκάθαρα (subj αποκαθάρω), pf έχω αποκαθάρει, mediop αποκαθαίρομαι, aor subj αποκαθαρθώ
και το ΛΚΝ (στο καθαίρω):
σπάν. αόρ. εκάθαρα, απαρέμφ. καθάρει, παθ. αόρ. καθάρθηκα, απαρέμφ. καθαρθεί, μππ. καθαρμένος.
Ωστόσο, το ΛΝΕΓ δίνει καθήρα στο καθαίρω και αποκαθήρα στο αποκαθαίρω. Το ίδιο λέει και το Λεξισκόπιο, που φαίνεται ότι εδώ αλληθώριζε προς το ΛΝΕΓ.
Λοιπόν, εγώ τα είπα και καθάρισα. Βγάλτε άκρη τώρα εσείς. (Εγώ θα πω εκάθαρα την επόμενη φορά που θα με ρωτήσουν, αν το θυμάμαι.)