Από το σχολειό έχετε μάθει να ακούτε ότι άλλο επιρροή και άλλο επήρεια. Πέρα από την όποια διαφορά στη χρήση, σημασία έχει και η ορθογραφία: να γράφουμε επήρεια και όχι *επίρροια. Σε σχετική συζήτηση σε άλλο φόρουμ, ο Dr Moshe κατέθεσε το παρακάτω ενδιαφέρον σημείωμα:
Για την ινφλουέντσα πάντως θα σας έστελνα εδώ:
http://sarantakos.wordpress.com/2009/05/02/grippe/
Το ζήτημα είναι αρκετά περίπλοκο και έχει ιστορικό βάθος. Η ελληνιστική λ. ἐπίρροια (< ἐπιρρέω) πρωτοεμφανίζεται τον 4ο αιώνα π.Χ. ως εναλλακτικός τύπος τού ήδη αρχ. ἐπιρροή, όπως συνέβη και με άλλα παράγωγα των συνθέτων τού ῥέω, τα οποία διαχωρίστηκαν ως προς τη σημασία (π.χ. απορρέω > απορροή, απόρροια - διαρρέω > διαρροή, διάρροια). Η λ. ἐπίρροια σήμαινε «άφθονη ροή - ρεύμα (νερών, ποταμού κ.ά.)», το δε ρήμα ἐπιρρέω δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ μεταφορικά με τη σημασία «επηρεάζω, επιδρώ».
Από την άλλη πλευρά το αρχ. ἐπήρεια προήλθε από αμάρτυρο τύπο *ἐπηρής, ο οποίος πιθανώς ανάγεται στην πρόθεση ἐπί και στο θέμα τού ουσιαστικού ἀρειή «απειλή». Αρχικά σήμαινε «προσβολή, ύβρις, αυθάδεια» και «κακομεταχείριση» και από αυτήν προήλθε το αρχ. ἐπηρεάζω, που επίσης σήμαινε «απειλώ, προσβάλλω - κακομεταχειρίζομαι».
Κατά την ελληνιστική εποχή συνέβησαν δύο πράγματα: 1) Η λ. ἐπίρροια περιορίστηκε σε συμφραζόμενα που σχετίζονταν με υγρά (οπότε σήμαινε «άφθονη ροή», π.χ. ἐπίρροιαι ὑδάτων, θαλασσῶν, χυμοῦ, ὄμβρων, δακρύων) και χρησιμοποιήθηκε συχνά ως ιατρικός όρος, είναι δε ελάχιστες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες απαντά με μεταφορική χρήση (σε εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπου μάλλον σημαίνει «έκχυση», π.χ. ταῖς ἐπιρροίαις τοῦ πνεύματος). Παράλληλα, το αρχαιότερο ουσιαστικό ἐπήρεια συναντάται πλέον με τη σημασία «δυσμενής επενέργεια, επίπτωση» (π.χ. στον Πλούταρχο: ἐξ ἐπηρείας τύχης· στον Ιώσηπο: κατ' ἐπήρειαν τῆς θρησκείας· στον Κλήμεντα: πᾶσαν αὐτῶν [τῶν ἐχθρῶν] ὑποφέροντα τὴν ἐπήρειαν· στον Ιγνάτιο: ὑπομένοντες τὴν πᾶσαν ἐπήρειαν τοῦ αἰῶνος τούτου [= της εποχής αυτής]· στον Γρηγόριο Νύσσης: ἐκ δαιμόνων ἢ ἐξ ἄλλης τινὸς ἐπηρείας κ.ά.). Ως αποτέλεσμα, στα μεσαιωνικά κείμενα η λ. ἐπίρροια διατηρείται μόνο σε λόγια συγγράμματα και σε σπάνιες κυριολεκτικές αναφορές, ενώ η λ. ἐπήρεια κερδίζει έδαφος και απαντά ακόμη και σε δημώδη κείμενα με τη σημασία «κακή, δυσμενής επίδραση»· 2) Εξαιτίας τού ιωτακισμού, οι δύο λέξεις γίνονται ομώνυμες και αυτό διευκολύνει την προσέγγισή τους και στη σημασία. Ως αποτέλεσμα, επειδή ευνοείται η μεταφορική σημασία, κερδίζει έδαφος η λ. ἐπήρεια, η οποία αποκτά και μέρος των σημασιών τής λ. ἐπίρροια (που μένει στο περιθώριο).
Η επικράτηση της λ. επήρεια (αντί επίρροια, που θα φαινόταν ίσως φυσικότερη) δεν χρειάζεται να μας ενοχλεί, καθώς αποτελεί βήμα στην πορεία τής γλωσσικής μεταβολής. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος· ήθελα όμως να θυμίσω επιπρόσθετα ότι έχουν όντως επικρατήσει ετυμολογικώς εσφαλμένες γραφές, καθιερωμένες ήδη από την αρχαιότητα, τις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιούμε χωρίς ενοχές, π.χ. μεγαλεπήβολος (αντί του ορθού μεγαλεπίβολος), πλημμύρα (αντί πλημύρα), φάλαινα (αντί φάλλαινα) κτλ. Τέτοιου είδους αρχαίοι τύποι έχουν πλέον (μη αναστρέψιμη) ιστορία αιώνων.
Η περιπέτεια του λατ. influx και των νεότερων influence, Einfluß είναι μια άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία όμως ξεφεύγει από το παρόν ζήτημα.
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=32847.msg609293#msg609293
Από την άλλη πλευρά το αρχ. ἐπήρεια προήλθε από αμάρτυρο τύπο *ἐπηρής, ο οποίος πιθανώς ανάγεται στην πρόθεση ἐπί και στο θέμα τού ουσιαστικού ἀρειή «απειλή». Αρχικά σήμαινε «προσβολή, ύβρις, αυθάδεια» και «κακομεταχείριση» και από αυτήν προήλθε το αρχ. ἐπηρεάζω, που επίσης σήμαινε «απειλώ, προσβάλλω - κακομεταχειρίζομαι».
Κατά την ελληνιστική εποχή συνέβησαν δύο πράγματα: 1) Η λ. ἐπίρροια περιορίστηκε σε συμφραζόμενα που σχετίζονταν με υγρά (οπότε σήμαινε «άφθονη ροή», π.χ. ἐπίρροιαι ὑδάτων, θαλασσῶν, χυμοῦ, ὄμβρων, δακρύων) και χρησιμοποιήθηκε συχνά ως ιατρικός όρος, είναι δε ελάχιστες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες απαντά με μεταφορική χρήση (σε εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπου μάλλον σημαίνει «έκχυση», π.χ. ταῖς ἐπιρροίαις τοῦ πνεύματος). Παράλληλα, το αρχαιότερο ουσιαστικό ἐπήρεια συναντάται πλέον με τη σημασία «δυσμενής επενέργεια, επίπτωση» (π.χ. στον Πλούταρχο: ἐξ ἐπηρείας τύχης· στον Ιώσηπο: κατ' ἐπήρειαν τῆς θρησκείας· στον Κλήμεντα: πᾶσαν αὐτῶν [τῶν ἐχθρῶν] ὑποφέροντα τὴν ἐπήρειαν· στον Ιγνάτιο: ὑπομένοντες τὴν πᾶσαν ἐπήρειαν τοῦ αἰῶνος τούτου [= της εποχής αυτής]· στον Γρηγόριο Νύσσης: ἐκ δαιμόνων ἢ ἐξ ἄλλης τινὸς ἐπηρείας κ.ά.). Ως αποτέλεσμα, στα μεσαιωνικά κείμενα η λ. ἐπίρροια διατηρείται μόνο σε λόγια συγγράμματα και σε σπάνιες κυριολεκτικές αναφορές, ενώ η λ. ἐπήρεια κερδίζει έδαφος και απαντά ακόμη και σε δημώδη κείμενα με τη σημασία «κακή, δυσμενής επίδραση»· 2) Εξαιτίας τού ιωτακισμού, οι δύο λέξεις γίνονται ομώνυμες και αυτό διευκολύνει την προσέγγισή τους και στη σημασία. Ως αποτέλεσμα, επειδή ευνοείται η μεταφορική σημασία, κερδίζει έδαφος η λ. ἐπήρεια, η οποία αποκτά και μέρος των σημασιών τής λ. ἐπίρροια (που μένει στο περιθώριο).
Η επικράτηση της λ. επήρεια (αντί επίρροια, που θα φαινόταν ίσως φυσικότερη) δεν χρειάζεται να μας ενοχλεί, καθώς αποτελεί βήμα στην πορεία τής γλωσσικής μεταβολής. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος· ήθελα όμως να θυμίσω επιπρόσθετα ότι έχουν όντως επικρατήσει ετυμολογικώς εσφαλμένες γραφές, καθιερωμένες ήδη από την αρχαιότητα, τις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιούμε χωρίς ενοχές, π.χ. μεγαλεπήβολος (αντί του ορθού μεγαλεπίβολος), πλημμύρα (αντί πλημύρα), φάλαινα (αντί φάλλαινα) κτλ. Τέτοιου είδους αρχαίοι τύποι έχουν πλέον (μη αναστρέψιμη) ιστορία αιώνων.
Η περιπέτεια του λατ. influx και των νεότερων influence, Einfluß είναι μια άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία όμως ξεφεύγει από το παρόν ζήτημα.
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=32847.msg609293#msg609293
Για την ινφλουέντσα πάντως θα σας έστελνα εδώ:
http://sarantakos.wordpress.com/2009/05/02/grippe/