επιδικάζω = award

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Με αφορμή την παρατήρηση του Κώστα εδώ.

επιδικάζω [epiδikázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγνωρίζω ως νόμιμη την απαίτηση κάποιου και την ικανοποιώ: Tο δικαστήριο επιδίκασε στον παθόντα το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών για ψυχική οδύνη. Mε τη συνθήκη του Bερολίνου επιδικάστηκε στην Ελλάδα η Θεσσαλία.


Ορισμός του ρήματος award στα αγγλικά:

The amount awarded in a money judgment to a party to a lawsuit, arbitration, or administrative claim. Example: "Plaintiff is awarded $27,000."​

Ωστόσο, προσοχή: η αντιστοιχία δεν είναι αμφιμονοσήμαντη. Ο όρος award στα αγγλικά σημαίνει και τη διαιτητική απόφαση, οπότε αν μεταφράζουμε προς τα ελληνικά πρέπει να λάβουμε υπόψη οπωσδήποτε τα συμφραζόμενα.
 
Top