Το
ΛΚΝ έχει και τα δύο, δεν το έβαλα για να το διορθώσεις αλλά για να το κουβεντιάσουμε...
δικλίδα η [δiklíδa] & δικλείδα η [δiklíδa] Ο26 : α. βαλβίδα που αφήνει ελεύθερη μόνο την έξοδο σε κάποιο υγρό ή αέριο και εμποδίζει την παλινδρόμηση: Aσφαλιστική ~ / ~ ασφαλείας, βαλβίδα που λειτουργεί αυτόματα και επιτρέπει την έξοδο του ατμού, όταν η πίεσή του υπερβεί μια ορισμένη τιμή. β. (μτφ.) σύστημα με το οποίο ελέγχεται μια κατάσταση και συγκρατείται στα επιθυμητά όρια: Tο δημοκρατικό πολίτευμα διαθέτει (ασφαλιστικές) δικλίδες που εμποδίζουν την εκδήλωση ενός πραξικοπήματος. H μετανάστευση ήταν ασφαλιστική ~ για την οικονομία.
[λόγ. < αρχ. δικλίς, αιτ. -ίδα `πτυσσόμενη πόρτα΄ σημδ. γαλλ. valve· κατά την αρχ. ορθογρ. δίκλεις]
Η ετυμηγορία στο ΛΝΕΓ είναι πιο αυστηρή και, σε πλαισιάκι, χαρακτηρίζει το δικλ-
εί-δα λάθος:
δικλίδα ή δικλείδα; Το δικλίδα ετυμολογικά ανάγεται στο αρχ. δικλίς, -ίδος, που συνδέεται με το ρ. κλίνω και σημαίνει τη «δίφυλλη πόρτα», άρα τη στερεή, τη δυνατή, την απαραβίαστη θύρα. Δεν έχει σχέση δηλ. με το ρ. κλείνω, αλλά με το κλίνω, γι' αυτό και γράφεται με -ι-. Ωστόσο, παραδίδεται και τ. δίκλεις (από τον Ιπποκράτη), που σημαίνει τον «διπλοκλεισμένο». Η λέξη αυτή, αν έχει διασωθεί σωστά, θα έδινε τ. δίκλειδα (με τον τόνο στην προπαραλήγουσα), που δεν υπάρχει. Αρα, είναι ασφαλέστερο να ακολουθήσουμε την παραδεδομένη λ. δικλίδα, ορθογραφημένη με -ι-.