γκεσέμι (το) {γκεσεμ-ιού | -ιών} (διαλεκτ.) τράγος ή κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι. Επίσης γκεσέμης (ο). [ΕΤΥΜ. < τουρκ. kösem]. (ΛΝΕΓ)
γκεσέμι το [gesémi] Ο44 : (λαϊκότρ.) κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι.
[τουρκ. kösem -ι με τροπή του αρχικού [k > g] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: καμήλα - γκαμήλα] (ΛΚΝ)
Μεταφορική σημασία: μπροστάρης.
Στα αγγλικά: lead goat | (μτφ.) bellwether, forerunner, leader, pacesetter.
Για τα «γκεσέμια του μιντιακού συστήματος», εδώ.
γκεσέμι το [gesémi] Ο44 : (λαϊκότρ.) κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι.
[τουρκ. kösem -ι με τροπή του αρχικού [k > g] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: καμήλα - γκαμήλα] (ΛΚΝ)
Μεταφορική σημασία: μπροστάρης.
Στα αγγλικά: lead goat | (μτφ.) bellwether, forerunner, leader, pacesetter.
Για τα «γκεσέμια του μιντιακού συστήματος», εδώ.