...
Hi, Altan.
It's an adjective derived from γιορτή, the common colloquial form of εορτή, meaning
1. that which should be celebrated or 2. festive:
εορτάσιμος -η -ο [eortásimos] Ε5: (λόγ.) 1. που πρέπει να γιορτάζεται ή να γιορταστεί. 2. εορταστικός.
[λόγ. < ελνστ. ἑορτάσιμος `που ανήκει σε πανήγυρη΄]
In this case it's used in the second sense, i.e. festive.