βουλησιαρχία, βουλησιαρχικός = voluntarism, voluntarist(ic)

Palavra

Mod Almighty
Staff member
livepedia:

Βουλησιαρχία
βουλησιαρχία η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ λατ. volo = θέλω + αρχία ‹ άρχω = κυριαρχώ]

1. (ηθικ.) φιλοσοφική θέση του Νίτσε που δίνει μεγαλύτερη αξία στη δράση παρά στην πνευματική σκέψη
2. (φιλοσ.) θεωρία κατά την οποία η σκέψη είναι έργο όχι μόνο της νόησης αλλά και της βούλησης
3. (ψυχολ.) θεωρία που δίνει προτεραιότητα στις λειτουργίες της βούλησης του ατόμου. συνώνυμα: βουλησιοκρατία, βολουνταρισμός


Είναι, άραγε, voluntaryism;
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Σε νομικό, λέει κάτι παρόμοιο με αυτό:
η ερμηνεία δεν είναι τελολογική αλλά βουλησιαρχική.
 
Πολύ περίεργο. Δεν θα έφευγα μακριά από το πρωτότυπο, ό,τι κι αν θέλει να πει ο ποιητής.

Voluntarist interpretation.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Πάντως ούτε το Oxford ούτε το RHWUD δίνουν το voluntaryism ως συνώνυμο του voluntarism στις συγκεκριμένες σημασίες τού ΟΡ. Μόνο voluntarism.
 
Top