βιαστικά

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Βγαίνω από το σπίτι, οπότε γράφω βιαστικά.

Παρακολουθείτε τα περί βίας ή βιας του Εθνικού Ύμνου;

Αποφάσισαν, αν δεν κάνω λάθος, ότι «βία» με τόνο έγραφε ο Σολωμός. Άρα δεν εννοούσε βιασύνη; Γιατί αποκλείστηκε έτσι εύκολα το «βία = βιασύνη»; Γιατί τόση βία;

Επίσης, τι σημαίνει το «μετράει» στο «που με βια/βία μετράει τη γη»; Αν σημαίνει «υπολογίζω με το μάτι», τι γυρεύει η βία εκεί;


Από το Μεσαιωνικό του Κριαρά.
 

curry

New member
Δεν νομίζω ότι αποκλείστηκε από κάποιον το βία=βιασύνη, άλλα άκουγα χτες (δηλ. ότι αυτή είναι η άποψη του Μπαμπινιώτη, μεταξύ άλλων).

Κατά τα άλλα, προσωπικά πιστεύω ότι το ζήτημα θα λυθεί μόνο μέσω τεχνολογίας: όταν με το καλό ανακαλύψουμε τη μηχανή του χρόνου (όχι αυτή που κόψανε στον Άλφα, την κανονική) θα ρωτήσουμε τον ίδιο τον ποιητή τι ήθελε να πει. ;)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μα ο Κριαράς περιλαμβάνει στο λήμμα βία και τη σημασία "βιασύνη" (σημ. 6, 7, 8):
6α) Βιασύνη, σπουδή· έλλειψη αναβολής: στην φούρκαν τον εκρέμασαν ως έπρεπε με βίαν Αχέλ. 1437. 7) (Προκ. για επιθυμία) βιασύνη, σφοδρότητα, πάθος: επέτυχα τό ορέγετον ο νους μου μετά βίας Λίβ. Ρ 1234· Απολλών. 590. 8) (Ως επίρρ.) με σπουδή, βιαστικά: δεν θέλω να πηγαίνω με βία βία να κάμω πολέμους Χρον. σουλτ. 7337.

Αλλά και το μέτρο τι υπαγορεύει στη συγκεκριμένη περίπτωση — δεν είναι ασφαλή τα συμπεράσματα με βάση το μέτρο (αφού η βία είναι δισύλλαβη και η βια μονοσύλαβη);
 
Βασικά, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι έχει δημιουργηθεί τέτοιο ζήτημα. Δηλαδή, έλεος! Φυσικά, μπορεί και κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει και τα δύο. Κλασική περίπτωση συνειδητής ποιητικής αμφισημίας (ή πολυσημίας).
 

nickel

Administrator
Staff member
Μα έχει να ασχοληθεί η Βουλή με γλωσσικό από τον καιρό που έθεσε ο Γιαννόπουλος το ζήτημα αν λέμε τα καζίνο ή τα καζίνα...

Κοίτα εδώ κακό που γίνεται.

Βοηθάνε οι μεταφράσεις;

Literal

I recognize you from the mighty
edge of the sword
I recognize you from the countenance
which surveys the earth with force


Poetic

I shall always recognize you
by the dreadful sword you hold,
as the earth, with searching vision,
you survey with spirit bold.


Και του πονηρού Κίπλινγκ:

We knew thee of old,
O, divinely restored
By the lights of thine eyes,
And the light of thy Sword.
 
Μα έχει να ασχοληθεί η Βουλή με γλωσσικό από τον καιρό που έθεσε ο Γιαννόπουλος το ζήτημα αν λέμε τα καζίνο ή τα καζίνα...

Κοίτα εδώ κακό που γίνεται.

Βοηθάνε οι μεταφράσεις;

Literal

I recognize you from the mighty
edge of the sword
I recognize you from the countenance
which surveys the earth with force


Poetic

I shall always recognize you
by the dreadful sword you hold,
as the earth, with searching vision,
you survey with spirit bold.


Και του πονηρού Κίπλινγκ:

We knew thee of old,
O, divinely restored
By the lights of thine eyes,
And the light of thy Sword.

Ο Αλαβάνος στη δήλωσή του,
http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=14297
παραθέτει και μερικές ακόμα, παλαιές ξένες μεταφράσεις.

Πάντως, και η πρεσβεία μας στη Γερμανία λέει mit Kraft die Erde misst.
Η γαλλική και η ιταλική μετάφραση -στις πρεσβείες πάντα- μιλάνε για γρήγορο βλέμμα, veloce και τέτοια.
 

nickel

Administrator
Staff member
Επειδή γράφτηκε βιαστικά το πρώτο μήνυμα, αν δεν έγινε σαφής η άποψή μου: δεν έχει σημασία πού πέφτει ο τόνος, αφού βία και βια έχουν και τα δύο/δυο χρησιμοποιηθεί και με τις δύο/δυο σημασίες. Το νόημα πρέπει να βγει από το ρήμα (μετράει).

Για όσους δεν παρακολούθησαν το υπερτονισμένο αυτό ζήτημα, υπάρχει και το σημερινό Βήμα:

Η μάχη του Σολωμού

Εδώ τώρα δίνουμε ... τη μάχη της ρέγκας.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ε ρε Διονύση, καβγάδες που θα είχαμε γλιτώσει αν, αντί για «βία», είχες γράψει «φούρια».

φούρια (η) [χωρίς γεν. πληθ.] (εκφραστ.) 1. η πιεστική βιασύνη: διαβάζει χωρίς φούρια || (κ. στον πληθ.) είμαι σε / έχω φούριες (βιάζομαι) || είχε τη φούρια της η γυναίκα, είχε κι αυτόν να της πιάνει την κουβέντα ΣΥΝ. σπουδή, βία 2. η ορμητική, βιαστική κίνηση: έκλεισε την πόρτα με φούρια || μπήκε στο γραφείο με φούρια. ΣΥΝ. ορμή.
[ΕΤΥΜ. < ιταλ. furia < λατ. furia «μανία» < ρ. furere «μαίνομαι, λυσσώ»].

(ΛΝΕΓ)
 
Top