αν δεν είναι τσίτα όλα

- Τι μαζόχα κι αυτός ο Μιχάλης! Δεν μπορεί να ξαπλώσει, λέει, στο κρεβάτι του, αν δεν είναι τσίτα όλα τα σεντόνια και κάθε βράδυ, ό,τι ώρα και να πέσει για ύπνο, το ξεστρώνει και το ξαναστρώνει από την αρχή!
- Δεν ξέρω αν είναι μαζόχα, μάλλον για παλιαδερφάρα τον κόβω...
In this dialogue have I translated the two phrases in bold correctly as 'if all his sheets are just so/in perfect order/neat and tidy' and
'I take him to be a total pufter.... [sorry if I've offended any gays out there: this translation is how it would be expressed in an equivalent context. No offence meant.] :inno:
 
Τσίτα means stretched to the max; having no wrinkles. We use this for skin, too:

--Παρά την ηλικία της, το δέρμα της ήταν τσίτα· μάλλον είχε κάνει μπότοξ.

Παλιαδερφάρα is totally gay, yes. The second person notes that if the guy they're referring to is so obsessed with tidying up, he must be totally gay.
 

nickel

Administrator
Staff member
Όταν είδα στον τίτλο το «αν δεν είναι τσίτα όλα», το μυαλό μου δεν πήγε στα σεντόνια, αλλά σε ηχεία.

Εκτός από το «τσίτα τα νεύρα μου» (=τεντωμένα), το τσίτα χρησιμοποιείται και με τη σημασία «στο φουλ» (στην πλήρη του ένταση).
τσίτα τα γκάζια = με πατημένα τα γκάζια, με φουλ ταχύτητα
τσίτα τα ηχεία, τσίτα τα μεγάφωνα = με τα ηχεία / τα μεγάφωνα να παίζουν στη διαπασών

Στο ΛΝΕΓ πρέπει να αναζητήσουμε τη λέξη στο λήμμα τσήτα, μια από τις πιο ανεπιτυχείς προσπάθειες να γράψουμε τη λέξη σύμφωνα με την προέλευσή της (τη σήτα που έχουν τα κόσκινα και τα ανοίγματα στους τοίχους).
 

Cadmian

New member
Παλιαδερφάρα should be faggot. Or totally homo.

Gay is pretty much standard these days, anyway.
 

Inachus

Member
παλιαδερφάρα = παλιο + αδερφάρα
παλιός-ά-ό is an adjective and literaly means old, outdated, old-fashioned, but sometimes it is used in compound words to belittle the value of the noun it modifies. E.g. παλιόπαιδο, παλιάνθρωπος, παλιοσίδερα, παλιόκαιρος etc.
αδερφάρα is produced by the noun αδερφή and the suffix -άρα, which magnifies the meaning of the original noun.

Εκτός από το «τσίτα τα νεύρα μου» (=τεντωμένα), το τσίτα χρησιμοποιείται και με τη σημασία «στο φουλ» (στην πλήρη του ένταση).
I' ve also heard "τέντα".
 
Top