αντιλήπτορας [andil'ptoras] ο, (L) (1) helper (syn βοηθός) βοηθοί και αντιλήπτορες του τεχνικού της εποχής μας είναι τα μηχανήματα (Georgoulis). (2) law one legally appointed to manage the affairs of another, guardian, curator (near-syn κηδεμόνας) μπαίνει υπό δικαστικό αντιλήπτορα εκείνος που είναι σε κατάσταση διφορούμενων φρένων εξαιτίας πνευματικής αρρώστιας που δεν αποκλείει εντελώς τη χρήση του λογικού (Christidis AK).[fr kath αντιλήπτωρ <- MG, K]