Με φρίκη διαπιστώνω ότι ο ορθογραφικός διορθωτής μου δέχεται το ρήμα αναγείρω! Δεν είναι δυνατόν, λέω καθώς βλέπω την τρίχα μου να γίνεται κάγκελο. Πάω στις ιστοσελίδες της Neurolingo, να βεβαιωθώ ότι το έχουν διορθώσει. Και εκεί λύνεται αμέσως το μυστήριο, αφού ανακαλύπτω ότι πρόκειται για τον τύπο του αορίστου (να αναγείρω, θα αναγείρω) του ρήματος αναγέρνω, ρήματος άγνωστου στο ΛΝΕΓ, αλλά γνωστότατου στο ΛΚΝ και τον Γεωργακά:
αναγέρνω [anajérno] P αόρ. ανάγειρα, απαρέμφ. αναγείρει, μππ. αναγερμένος : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. γέρνω ελαφρά: Ανάγειρε το κεφάλι / τα μάτια. Ανάγειρα στον τοίχο κι έκλεισα τα μάτια. Ήταν αναγερμένη στο μπαλκόνι. 2. μισοξαπλώνω: Ανάγειρα για λίγο και με πήρε ο ύπνος. Ήταν αναγερμένος στο ντιβάνι και κάπνιζε. [ανα+γέρνω] (ΛΚΝ)
αναγέρνω [anayérno] ipf ανάγερνα, prp αναγέρνοντας, aor ανάγειρα, (incorrectly ανάγυρα), subj αναγείρω, pf έχω αναγείρει, mi αναγέρνομαι, ipf αναγέρνονταν, aor αναγέρθηκα, subj αναγερθώ, ppp αναγερμένος & αναγειρμένος
Ⓐ trans
① turn up, raise (syn ανασηκώνω, σηκώνω, υψώνω):
αναγέρνω τα μάτια | ανάγειρε or έχει αναγείρει λίγο το κεφάλι | οι γάτες ανάγερναν την κεφαλή, τον κοιτούσαν και νιαούριζαν (Karagatsis) | ανάγερναν τα κεφάλια τους | ανάγειρε τον κορμό του | ανάγειρε τους ώμους | ανάγειρε το χέρι για να δείξη | τα κύματα ανάγερναν το μεγάλο σκαρί σαν πούπουλο (Karagatsis) | poem την πέρδικα όλη ξεκοκκάλισε, τη φλάσκα του αναγέρνει (Kazantz Od 14.61)
ⓐ mediop αναγέρνομαι rise (syn σηκώνομαι):
αναγέρθηκε πάνω στο κρεβάτι | η Kαίτη αναγέρθηκε να με υποδεχτή (Karagatsis)
ⓑ place sth on its side, turn:
μερικές βάρκες ήταν αναγερμένες εδώ κ' εκεί στην αμμουδιά (Ouranis)
② search, investigate (syn ερευνώ, ψάχνω):
folks. τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ηύρα (song Γεφύρι της Άρτας | NPolitis)
Ⓑ intr
③ lean (on or toward):
ανάγειρε στο κάθισμα, την καρέκλα, στο προσκεφάλι | καθισμένη αντίκρυ μου ανάγερνε με την καρέκλα της πίσω (Terzakis) | τα γυμνά κορμιά μια σκύβουν, μια αναγέρνουν, τραβώντας τα βαριά κουπιά (Petsalis) | poem κι ο δοξαρόχαρος ανάγειρε στον τοίχο και κοιμήθη (Kazantz Od 11.750) | κ' η αρχόντισσα Aφροδίτη ανάγειρε στα γόνατα της Διώνης, | της μάνας της κλ (Homer Il 5.370 Kaz-Kakr)
④ turn downward (syn κλίνω or πέφτω προς τα κάτω):
τα κλαριά φορτωμένα από χιόνι ανάγειραν | εκείνος που κοιμότανε στο τραπέζι ανάγειρε (Kasdaglis)
⑤ stretch, lie down, recline or half-recline (syn ξαπλώνομαι, τεντώνομαι):
ανάγειρε στο ντιβάνι | ανάγειρε τ' ανάσκελα πάνω στο χορτάρι | είμαι αναγερμένος να ξεκουραστώ | μπορείς ν' αναγείρης ανάμεσα στα πεύκα και να κοιμηθής | poem κ' ήρθε στο πέργουλο η Aυγή κι ανάγειρε ως κοράσι (Bekes) | μετά ξανά στη γης ανάγειρε, και νύχτα του σκεπάζει | μαύρη τα μάτια (Homer Il 14.438 Kaz-Kakr)
[fr MG αναγέρνω, this fr ανεγέρνω, anal. transf of ανεγείρω (αναγείρω in Pentat.) ← K, AG ἀνεγείρω; cf γέρνω ← ἐγέρνω ← K, AG ἐγείρω and διαγέρνω ← διεγείρω]
(Γεωργακάς)
Όλα καλά και άγια, αλλά κάτι τέτοιοι τύποι πρέπει να κυκλοφορούν με αστεράκι, με υποσημείωση, με το κόκκινο φλας αναμμένο, δεν ξέρω πώς, γιατί στο διαδίκτυο αναγέρνουν το ένα κτίριο μετά το άλλο!
Ευρήματα για αναγείρει
Και για όποιον δεν το κατάλαβε, αυτά θα έπρεπε να είναι ανεγείρει (set up, erect, construct).
ανεγείρω [anejíro] -ομαι Ρ αόρ. ανήγειρα, απαρέμφ. ανεγείρει, παθ. αόρ. ανεγέρθηκα, απαρέμφ. ανεγερθεί : (λόγ., για οικοδομήματα) χτίζω, οικοδομώ: ~ μέγαρο / εκκλησία. Το υπουργείο αποφάσισε να ανεγείρει νέο δικαστικό μέγαρο. [λόγ. < ελνστ. ἀνεγείρω, αρχ. σημ.: 'ξυπνώ κπ.']
Βέβαια, ο Γεωργακάς, που είναι περιγραφικό ελληνοαγγλικό λεξικό για ξένους που μαθαίνουν ελληνικά, δέχεται το αναγείρω δίπλα στο ανεγείρω, αφού και οι συγγραφείς κάνουν «λάθη». Να σας πω την αλήθεια, μου φαίνεται περίεργο που τα ευρήματα για ανεγέρθηκε είναι περισσότερα από τα ευρήματα για αναγέρθηκε. (Αλλά όχι πολύ περισσότερα: 720 προς 695)
αναγέρνω [anajérno] P αόρ. ανάγειρα, απαρέμφ. αναγείρει, μππ. αναγερμένος : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. γέρνω ελαφρά: Ανάγειρε το κεφάλι / τα μάτια. Ανάγειρα στον τοίχο κι έκλεισα τα μάτια. Ήταν αναγερμένη στο μπαλκόνι. 2. μισοξαπλώνω: Ανάγειρα για λίγο και με πήρε ο ύπνος. Ήταν αναγερμένος στο ντιβάνι και κάπνιζε. [ανα+γέρνω] (ΛΚΝ)
αναγέρνω [anayérno] ipf ανάγερνα, prp αναγέρνοντας, aor ανάγειρα, (incorrectly ανάγυρα), subj αναγείρω, pf έχω αναγείρει, mi αναγέρνομαι, ipf αναγέρνονταν, aor αναγέρθηκα, subj αναγερθώ, ppp αναγερμένος & αναγειρμένος
Ⓐ trans
① turn up, raise (syn ανασηκώνω, σηκώνω, υψώνω):
αναγέρνω τα μάτια | ανάγειρε or έχει αναγείρει λίγο το κεφάλι | οι γάτες ανάγερναν την κεφαλή, τον κοιτούσαν και νιαούριζαν (Karagatsis) | ανάγερναν τα κεφάλια τους | ανάγειρε τον κορμό του | ανάγειρε τους ώμους | ανάγειρε το χέρι για να δείξη | τα κύματα ανάγερναν το μεγάλο σκαρί σαν πούπουλο (Karagatsis) | poem την πέρδικα όλη ξεκοκκάλισε, τη φλάσκα του αναγέρνει (Kazantz Od 14.61)
ⓐ mediop αναγέρνομαι rise (syn σηκώνομαι):
αναγέρθηκε πάνω στο κρεβάτι | η Kαίτη αναγέρθηκε να με υποδεχτή (Karagatsis)
ⓑ place sth on its side, turn:
μερικές βάρκες ήταν αναγερμένες εδώ κ' εκεί στην αμμουδιά (Ouranis)
② search, investigate (syn ερευνώ, ψάχνω):
folks. τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ηύρα (song Γεφύρι της Άρτας | NPolitis)
Ⓑ intr
③ lean (on or toward):
ανάγειρε στο κάθισμα, την καρέκλα, στο προσκεφάλι | καθισμένη αντίκρυ μου ανάγερνε με την καρέκλα της πίσω (Terzakis) | τα γυμνά κορμιά μια σκύβουν, μια αναγέρνουν, τραβώντας τα βαριά κουπιά (Petsalis) | poem κι ο δοξαρόχαρος ανάγειρε στον τοίχο και κοιμήθη (Kazantz Od 11.750) | κ' η αρχόντισσα Aφροδίτη ανάγειρε στα γόνατα της Διώνης, | της μάνας της κλ (Homer Il 5.370 Kaz-Kakr)
④ turn downward (syn κλίνω or πέφτω προς τα κάτω):
τα κλαριά φορτωμένα από χιόνι ανάγειραν | εκείνος που κοιμότανε στο τραπέζι ανάγειρε (Kasdaglis)
⑤ stretch, lie down, recline or half-recline (syn ξαπλώνομαι, τεντώνομαι):
ανάγειρε στο ντιβάνι | ανάγειρε τ' ανάσκελα πάνω στο χορτάρι | είμαι αναγερμένος να ξεκουραστώ | μπορείς ν' αναγείρης ανάμεσα στα πεύκα και να κοιμηθής | poem κ' ήρθε στο πέργουλο η Aυγή κι ανάγειρε ως κοράσι (Bekes) | μετά ξανά στη γης ανάγειρε, και νύχτα του σκεπάζει | μαύρη τα μάτια (Homer Il 14.438 Kaz-Kakr)
[fr MG αναγέρνω, this fr ανεγέρνω, anal. transf of ανεγείρω (αναγείρω in Pentat.) ← K, AG ἀνεγείρω; cf γέρνω ← ἐγέρνω ← K, AG ἐγείρω and διαγέρνω ← διεγείρω]
(Γεωργακάς)
Όλα καλά και άγια, αλλά κάτι τέτοιοι τύποι πρέπει να κυκλοφορούν με αστεράκι, με υποσημείωση, με το κόκκινο φλας αναμμένο, δεν ξέρω πώς, γιατί στο διαδίκτυο αναγέρνουν το ένα κτίριο μετά το άλλο!
Ευρήματα για αναγείρει
Και για όποιον δεν το κατάλαβε, αυτά θα έπρεπε να είναι ανεγείρει (set up, erect, construct).
ανεγείρω [anejíro] -ομαι Ρ αόρ. ανήγειρα, απαρέμφ. ανεγείρει, παθ. αόρ. ανεγέρθηκα, απαρέμφ. ανεγερθεί : (λόγ., για οικοδομήματα) χτίζω, οικοδομώ: ~ μέγαρο / εκκλησία. Το υπουργείο αποφάσισε να ανεγείρει νέο δικαστικό μέγαρο. [λόγ. < ελνστ. ἀνεγείρω, αρχ. σημ.: 'ξυπνώ κπ.']
Βέβαια, ο Γεωργακάς, που είναι περιγραφικό ελληνοαγγλικό λεξικό για ξένους που μαθαίνουν ελληνικά, δέχεται το αναγείρω δίπλα στο ανεγείρω, αφού και οι συγγραφείς κάνουν «λάθη». Να σας πω την αλήθεια, μου φαίνεται περίεργο που τα ευρήματα για ανεγέρθηκε είναι περισσότερα από τα ευρήματα για αναγέρθηκε. (Αλλά όχι πολύ περισσότερα: 720 προς 695)