Costas
¥
ΛΚΝ:
αναβιώνω [anavióno] P1α : για ήθη, έθιμα, τάσεις κτλ., επαναφέρω κτ. που είχε εγκαταλειφθεί, είχε ξεχαστεί ή είχε ατονήσει: Tο έθιμο του βλάχικου γάμου αναβιώνει στις μέρες μας. [λόγ. < αρχ. ἀναβι(ῶ) `επιστρέφω στη ζωή΄ -ώνω σημδ. αγγλ. revive]
Από τη μια το ορίζει σιωπηρά σαν μεταβατικό και από την άλλη δίνει παράδειγμα όπου είναι αμετάβατο. Το ΛΝΕΓ, αντιθέτως, το δηλώνει ρητά και μτβ. και αμτβ.
αναβιώνω [anavióno] P1α : για ήθη, έθιμα, τάσεις κτλ., επαναφέρω κτ. που είχε εγκαταλειφθεί, είχε ξεχαστεί ή είχε ατονήσει: Tο έθιμο του βλάχικου γάμου αναβιώνει στις μέρες μας. [λόγ. < αρχ. ἀναβι(ῶ) `επιστρέφω στη ζωή΄ -ώνω σημδ. αγγλ. revive]
Από τη μια το ορίζει σιωπηρά σαν μεταβατικό και από την άλλη δίνει παράδειγμα όπου είναι αμετάβατο. Το ΛΝΕΓ, αντιθέτως, το δηλώνει ρητά και μτβ. και αμτβ.