αναβιώνω

ΛΚΝ:
αναβιώνω [anavióno] P1α : για ήθη, έθιμα, τάσεις κτλ., επαναφέρω κτ. που είχε εγκαταλειφθεί, είχε ξεχαστεί ή είχε ατονήσει: Tο έθιμο του βλάχικου γάμου αναβιώνει στις μέρες μας. [λόγ. < αρχ. ἀναβι(ῶ) `επιστρέφω στη ζωή΄ -ώνω σημδ. αγγλ. revive]

Από τη μια το ορίζει σιωπηρά σαν μεταβατικό και από την άλλη δίνει παράδειγμα όπου είναι αμετάβατο. Το ΛΝΕΓ, αντιθέτως, το δηλώνει ρητά και μτβ. και αμτβ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Το ΛΚΝ δεν έχει καλές σχέσεις με τις μαγικές λεξούλες μετβ. και αμετβ. (έτσι στο ΛΝΕΓ).

Στο ζωντανεύω, ας πούμε:
1α. επανέρχομαι στη ζωή· ανασταίνομαι: Οι νεκροί δε ζωντανεύουν, δεν ανασταίνονται. β. ανακτώ τις χαμένες δυνάμεις μου, εκδηλώνω περισσότερο έντονα σημεία ζωής· (πρβ. αναζωογονούμαι): Με τις πρώτες βροχές τα ξεραμένα δεντράκια πήραν να ζωντανεύουν. γ. επανέρχομαι στη συνείδηση, στη μνήμη κάποιου: Ξεχασμένες μνήμες ζωντάνεψαν πάλι. 2. ζωντανεύω κπ. ή κτ., κάνω να ζωντανέψει, να αποκτήσει πάλι ζωή, υπόσταση ή ζωντάνια· (πρβ. αναζωογονώ, ανασταίνω): Προσπάθησαν να ζωντανέψουν τα παλιά τους έθιμα.

Είναι λίγο αστείο που στο (2), ο ορισμός αρχίζει με κάτι που θα έπρεπε να είναι δείκτης, π.χ. μέσα σε παρένθεση «(ζωντανεύω κπ. ή κτ.)», ή στη θέση του θα έπρεπε να υπάρχει απλώς η ένδειξη μετβ. Έτσι, σαν πρώτο μέρος του ορισμού, είναι απλώς αστείο, να εξηγείς το ζωντανεύω με ζωντανεύω.
 
Σωστά μιλάς, αλλά στο αναβιώνω τα πράγματα είναι χειρότερα, γιατί υπάρχει λάθος/ανακολουθία/αντιφατικότητα.
 
Top