Επανέρχομαι με νέα στοιχεία για την ετυμολογία της λέξης από ένα πρόσφατο άρθρο: R. Drew Griffith και Robert B. Marks, “A Fool by any Other Name: Greek ἀλαζών and Akkadian Aluzinnu”, Phoenix 65 (2011) 23-38. Ακολουθεί σύνοψη:
Αφού εξετάσουν το νόημα της λέξης στην αττική κομωδία, στον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο, οι συγγραφείς εξετάζουν τις προταθείσες ετυμολογίες και ερμηνείες. 1) Η προέλευση από το ἀλάομαι θα ταίριαζε ίσως νοηματικά, αλλά δεν στέκει μορφολογικά: το ἀλάομαι δίνει τη λ. ἀλήτης και δεν έχουμε λόγο να μπουρδουκλώσουμε τους κανόνες παραγωγής για να βγάλουμε και τη λ. ἀλαζών. 2) ἀ- επιτατικό και ρ. λάζω που σημαίνει αρπάζω ή κλωτσάω. Τραβηγμένο [αλλά θα επανέλθω]. 3) Η επικρατούσα θεωρία του Bonfante έχει προβλήματα. Ο West στις νεότερες ομηρικές εκδόσεις θεωρεί επικρατέστερο τον τύπο Ἁλίζονες και τα χφφ. Ηροδότου έχουν και Ἀλάζονες και Ἀλίζονες. Επιπλέον, τα παράλληλα του Bonfante δεν είναι ισχυρά, από τη στιγμή που δεν ξέρουμε απολύτως τίποτε για το φύλο αυτό (σε αντίθεση με τους Τριβαλλούς ή, αργότερα, τους Βανδάλους) ώστε να τεκμηριώσουμε τη σχέση. 4) Ο Burkert φαίνεται να συνδυάζει την ετυμολόγηση από το θρακικό φύλο με την ερμηνεία από το ἀλάομαι: μιλάει για προέλευση του όρου αλαζών από τους περιπλανώμενους σαμάνους, η δράση των οποίων μοιάζει γελοία και άξια παρωδίας στα μάτια των «εξημερωμένων» πολιτών μιας πόλης κράτους. 5) Στο M. L. West, “Some Oriental Motifs in Archilochus”, ZPE 102 (1994) 1-5, η σύζυγος του συγγραφέα πρότεινε ότι η λέξη αλαζών προέρχεται από την ακκαδική λέξη aluzinnu. Η λέξη μαρτυρείται, σε παραλλαγές, σε διάφορες ανατολικές γλώσσες, μεταξύ των οποίων κυρίως τα χεττιτικά, σε 40 πινακίδες που περιγράφουν αγώνες και τελετές προς τιμήν της θεάς Tetešḫapi. Το ακριβές νόημα και περιεχόμενο είναι λίγο αβέβαιο, το πιθανότερο όμως είναι πως υποδηλώνει κάποιας μορφής περιπλανώμενο, παρασιτικό επαγγελματία γελωτοποιό, κατά κανόνα με αισχρή και αντισυμβατική συμπεριφορά. Οι τζουτζέδες αυτοί των Χετταίων καυχώνται ότι ξέρουν τα πάντα και ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα και εμφανίζονται σταθερά ως ανίκανοι να καταφέρουν οτιδήποτε. Πρόκειται για πολύ κοντινό παράλληλο της εικόνας του αλαζόνα στην αττική, ή ακόμη και στη ρωμαϊκή κομωδία: ο miles gloriosus του Πλαύτου θα μπορούσε κάλλιστα να προέρχεται από τους aluzinnu των κειμένων της Ανατολής.
Εάν αυτή είναι η προέλευση της ελληνικής λέξης, συνεχίζουν, ο σύνδεσμος ήταν αναμφίβολα οι Χετταίοι. Η λέξη μαρτυρείται στα ελληνικά ήδη στον 7ο αιώνα (ἀλαζωνία στον Αριστόξενο από τον Σελινούντα, πριν από τα μέσα του 7ου), ενώ η λέξη ἀλάσδων που μαρτυρείται σε απόσπασμα ενός Αλκαίου ίσως να μην ανήκει στον κωμικό Αλκαίο αλλά στον λυρικό ομώνυμό του, ο οποίος όχι απλώς γεννήθηκε το 620, στην κατεξοχήν περίοδο ανατολικής επιρροής στην ελληνική τέχνη, αλλά γεννήθηκε και στη Μυτιλήνη, πολύ κοντά σε χεττιτικό περιβάλλον. Εξάλλου, η νοηματική σχέση μεταξύ του αλαζόνα της πρώιμης κωμωδίας και του aluzinnu της χεττιτικής κοινωνίας καθιστά πολύ πιθανή την αρχικά διονυσιακή και οργιαστική (με την καρναβαλική έννοια) προέλευση του περιεχομένου της λέξης.
Και μια δική μου προσθήκη: αν αυτή είναι η προέλευση της λέξης, μια αρχαία παρετυμολογία, ή έστω έλξη, από το ρ. λάζω κατά τη θεωρία 3, ανωτέρω, δεν θα ήταν παράλογη: στον Ησύχιο το ρήμα σημαίνει εξυβρίζω. Κλωτσάω και εξυβρίζω θα ταίριαζε καλά με την εικόνα των Χετταίων γελωτοποιών.