αθησαύριστος = unrecorded | uncollected

nickel

Administrator
Staff member
αθησαύριστοι τύποι λέξεων unrecorded forms of words
ανέκδοτα και αθησαύριστα κείμενα unpublished and uncollected writings

Προσχηματική εγγραφή, για να ανακοινώσω (και με δική μου χαρά) ότι ο Νίκος Σαραντάκος δημοσιεύει σήμερα στο ιστολόγιό του αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη, με τίτλο «Η νοσταλγία του Γιάννη».
 
Πολύ σας ευχαριστώ και από εδώ!

(Και βέβαια το κάθε τι δίνει αφορμή για να βρούμε και το αντίστοιχο αγγλικό!)
 

MelidonisM

New member
Δόκιμη λόγια λέξη, που δεν της πάνε όμως τα λαϊκά, γιατί δεν λέμε θησαυρίζω λέξεις ή αναμνήσεις (ή μήπως λέγεται;..)

H Livepedia δίνει ακόμα αυτός που δεν έχει πλουτίσει: "δουλεύει σαν είλωτας μα είναι αθησαύριστος ακόμα"

Έλληνας σοσιαλιστής στις αρχές του αιώνα έγραψε:
η αθησαύριστος εργασία έσεται η κυρία των αγαθών της γης και ουχί το δόλιον χρήμα.

Αθησαύριστος λαϊκός αγώνας. Με την πρώτη ματιά στον Ριζοσπάστη νόμισα για αγώνα, που δεν εντάχθηκε στο σύστημα, δεν ξεπουλήθηκε στο χρήμα, αλλά πρόκειται για ανανθολόγητο/αμνημόνευτο.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
αθησαύριστος
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθησαύριστος -η -ο [aθisávristos] Ε5 : (για λέξεις, λαογραφικά στοιχεία κτλ.) που δεν τον έχουν συλλέξει, καταγράψει κτλ.: Πολλά δημοτικά τραγούδια, παραμένοντας αθησαύριστα, κινδυνεύουν να χαθούν. Λεξικό αθησαύριστων λέξεων. Aθησαύριστοι τύποι λέξεων. [λόγ. < αρχ. ἀθησαύριστος `ακατάλληλος για αποθήκευση΄ κατά τη σημ. της λ. θησαυρίζω2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αθησαύριστος, -η, -ο [aθisávristos]
① not collected, not included in a collection of any kind: ② who has not accumulated wealth: [fr AG ἀθησαύριστος; cf also δυσθησαύριστος]

θησαυρίζω
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θησαυρίζω [θisavrízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 : 1. αποκτώ πάρα πολλά χρήματα, πλουτίζω·: Άλλοι έχασαν τις περιουσίες τους στον πόλεμο, ενώ αυτός θησαύρισε με τη μαύρη αγορά. Πολλοί μετανάστες θησαύρισαν στην Aμερική. 2. (σπάν.) συγκεντρώνω, συλλέγω κτ. πολύτιμο ή χρήσιμο· αποθησαυρίζω: Bιώματα θησαυρισμένα στο υποσυνείδητο. Θησαυρίζει ιδιωματικές λέξεις.
[λόγ. < αρχ. θησαυρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
θησαυρίζω. Α´ Μτβ.
1) Αποθηκεύω, συσσωρεύω 2) Κάνω κάπ. πλούσιο (μεταφ.) Β´ (Αμτβ.) πλουτίζω [αρχ. θησαυρίζω. Η λ. και σήμ.]

Δεν είναι βέβαια λαϊκή λέξη, αλλά κι αυτό που περιγράφει δεν είναι καθημερινό φαινόμενο - τουλάχιστον έξω από κάποιους κύκλους - και υπάρχει η διάκριση μεταβατικού και αμετάβατου.
Και μια σχετική συζήτηση.

Εγώ το 'χω ρίξει στο θησαύρισμα ιδεών, λόγου, μουσικής, εμπειριών, βιωμάτων, αληθινού πλούτου που κανείς δεν μπορεί να μου στερήσει. Για χρήμα ούτε λόγος, δεν υπάρχει κανένας λόγος.
 
Top