Υπαρκτές λέξεις, δυνατές λέξεις

nickel

Administrator
Staff member
Από την Καθημερινή (3/1/2010):

Υπαρκτές λέξεις, δυνατές λέξεις

Του Ευθ. Φοιβου Παναγιωτιδη

Φίλος γιατρός με ρώτησε αν υπάρχει η λέξη «εξίτηλος». Του απάντησα ότι δεν ξέρω κι εκείνος αναρωτήθηκε ποιος μπορεί τότε να ξέρει. Βεβαίως, η σύντομη απάντηση για το αν υπάρχει η τάδε ή η δείνα λέξη βρίσκεται σε κάποιο λεξικό, αλλά η σύντομη αυτή απάντηση κάθε άλλο παρά ολοκληρωμένη είναι.

Όπως είναι αναμενόμενο, τα λεξικά περιέχουν κατά κανόνα λέξεις που μαρτυρούνται σε κάποιο κείμενο, γραπτό ή και προφορικό. Σε ένα εναλλακτικό σύμπαν, τα λεξικά θα είχαν τη δυνατότητα να περιέχουν όλες τις λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ, έστω και άπαξ: θα αποτελούσαν τις απόλυτες παρακαταθήκες του λεξικού μας πλούτου. Βεβαίως τέτοια λεξικά δεν διαθέτουμε, ενώ οι λεξικολόγοι και οι λεξικογράφοι θα σπεύσουν να επισημάνουν ότι τα πράγματα είναι ήδη ελαφρώς πιο σύνθετα και στο δικό μας σύμπαν.

Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να ξέρει «όλες τις λέξεις». Ενώ η κατάκτηση της δομής της μητρικής γλώσσας μας ολοκληρώνεται κατά την παιδική ηλικία, τις λέξεις συνήθως τις μαθαίνουμε μία μία και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας: ο παππούς μου λ. χ. κατέγραφε νέες γι’ αυτόν λέξεις μέσα σ’ ένα τετράδιο μέχρι τα 85 του.

Λέω ότι τις λέξεις συνήθως τις μαθαίνουμε μία μία γιατί η νοητική γραμματική μάς δίνει τη δυνατότητα να πλάθουμε νέες λέξεις. Στην πραγματικότητα, δημιουργούμε συνεχώς νέες λέξεις: έτσι ξεκίνησαν νεολογισμοί όπως «χαουζάς», «διαφορετικότητα», «κινητάκιας», «αειφόρος», «αλλαχτήρι» και χιλιάδες άλλοι. Βεβαίως, πάρα πολλοί νεολογισμοί δεν αποθησαυρίζονται, λόγω του ότι εξυπηρετούν πολύ εξειδικευμένες ή και προσωρινές ανάγκες. Όμως παραμένει γεγονός ότι η υπόρρητη γραμματική γνώση της γλώσσας μάς επιτρέπει να συνθέτουμε λέξεις, ακόμα κι αν δεν είμαστε λεξιπλάστες όπως ο Λύο Καλοβυρνάς του «Πλαθολογίου».

Για να δείτε πώς γίνεται κάτι τέτοιο, σκεφτείτε πρώτα λ. χ. τη λέξη «ψάρι»: αποτελεί αυθαίρετο σύμβολο που δεν διαθέτει (σπουδαία) εσωτερική δομή και σημαίνει αυτό που σημαίνει γιατί έτσι το μαθαίνουμε. Απεναντίας, λέξεις όπως «ανεβοκατεβαίνω», «άστρωτος» ή «συγκατοίκηση» μπορούν να αναλυθούν σε μικρότερα σύμβολα που τις απαρτίζουν, έχουν εσωτερική δομή. Έτσι ακόμα κι αν δεν τις είχατε ξανακούσει, με βάση τη δομή τους, θα μπορούσατε με σχετική ασφάλεια να προβλέψετε τη σημασία τους.

Στις λέξεις, λοιπόν, συναντάται η απομνημόνευση με τη συνδυαστική ικανότητα της γραμματικής. Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης είναι όμως αρκετά σύνθετο και δη ένα από τα μεγάλα ανοιχτά ζητήματα στη Θεωρητική Γλωσσολογία και την Ψυχογλωσσολογία. Παράδειγμα των προβλημάτων που προκύπτουν σε αυτή τη συνάντηση είναι και το εξής: η σημασία λέξεων με εσωτερική δομή δεν είναι πάντοτε δυνατόν να προβλεφθεί από τη σημασία των συστατικών τους. Έτσι, ενώ «ανεξίτηλος» σημαίνει το αντίθετο του «εξίτηλος» (που μαρτυρείται ήδη στον Ηρόδοτο) και «συγκάτοικος» αυτός που μένει μαζί με κάποιον άλλο, «ανοίκειος» δε σημαίνει (μόνο) το αντίθετο του «οικείος» και «συγγραφέας» σίγουρα δεν είναι αυτός που γράφει μαζί με κάποιον άλλο. Θυμηθείτε σχετικά και το «ουδείς άσφαλτος»... Με άλλα λόγια: πολλές φορές η εσωτερική δομή των λέξεων αποτελεί κι αυτή ελλιπή οδηγό για την κατανόηση της σημασίας τους.

Έτσι, λοιπόν, κοντά στην ερώτηση «Υπάρχει η λέξη Χ στα ελληνικά;» βλέπουμε ότι υπάρχει (τουλάχιστον) άλλη μία σημαντική ερώτηση που πρέπει να γίνει: «Μπορεί να υπάρξει η λέξη Χ στα ελληνικά;».



Και, επειδή θα έχει μείνει η απορία σε κάποιους:
εξίτηλος
-η, -ο (AM ἐξίτηλος, -ον)· αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.)· || (αρχ.-μσν.) 1. εξασθενημένος, αδύνατος· 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος· 3. μάταιος, ανώφελος, ανόητος· 4. λιπόψυχος· || (αρχ.) 1. χαλασμένος, αλλοιωμένος («εξίτηλος τροφή», Ιπποκρ.)· 2. (για κρασί) ξεθυμασμένος· 3. αυτός που εξαφανίστηκε («γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον», Ηρόδ.)· 4. (φρ.) «ἐξίτηλος γίγνομαι, εἰμί, καθίσταμαι»· α) (για πράξη) λησμονούμαι («ὥστε μηδέπω νῡν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς», Ισοκρ.)· β) (για πρόσ.) ξεπέφτω («ἐξιτήλου ἐόντος», Ιπποκρ.)· γ) «ἐξίτηλον ποιῶ τι»· εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐξίτηλον ἐποίει τὴν παρρησίαν και ἄχρηστον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξιτός (< έξειμι «εξέρχομαι») με παρέκταση -ηλ- κατά τα νοσηλός, απατηλός].
 

daeman

Administrator
Staff member
...
The Top Ten: Invented words
The Independent, 27-7-2014

Thanks to Paul Dickson for this collection. His book Authorisms: Words Wrought by Writers has just been published by Bloomsbury. To a word nerd (a word that first appeared in 1950 in Dr Seuss's If I Ran the Zoo, in which Gerald McGrew wants “a Nerkle, a Nerd, and a Seersucker too…”, for his collection) it is a delight.

1. Blurb
Gelett Burgess created a character called Belinda Blurb, who enthused about a book of his on its jacket in 1907.

2. Brainwashing

First used by Edward Hunter in a report for Miami Daily News in 1950.

3. Boredom

One could be a bore before 1852, but it was Charles Dickens in Bleak House who gave us an English word for ennui.

4. Cyberspace

First used by William Gibson in a short story in 1982, it became popular after reappearing in his sci-fi novel Neuromancer in 1984.

5. Chortle

Coined by Lewis Carroll in Through the Looking Glass, 1871, a blend of chuckle and snort.

6. Gobbledegook

Invented by Maury Maverick, a Democratic Congressman from Texas, who banned it in a memo in 1944: “Anyone using the words activation or implementation will be shot.”

7. Oxbridge

Originally it was a fictional university in William Makepeace Thackeray's novel Pendennis, 1848. Later used to describe Oxford and/or Cambridge.

8. International

First used by Jeremy Bentham in An Introduction to the Principles of Morals and Legislation, 1789.

9. Stereotype

Initially a printing plate, first used by Walter Lippmann in Public Opinion, 1922, to mean a simplified idea of character.

10. Scientist

Coined by William Whewell, replacing “philosopher”, in The Philosophy of the Inductive Sciences, 1840. He also invented “physicist”.


www.independent.co.uk/arts-entertainment/books/features/the-top-ten-invented-words-9624184.html


Σχετικά νήματα:
nerd, geek, dork
blurb
The words of Dickens: boredom
Νεολογισμοί: κυβερνοχώρος
Words hardest to translate: Gobbledegook

Νεολογισμοί (Neologisms)
Οι νεολογισμοί της Ακαδημίας
Getting a word into dictionaries
Νεολογισμοί και αθησαύριστα > Neologisms and undictionaried words [EL > EN]
Θα χρησιμοποιούσατε στη δουλειά σας έναν νεολογισμό σαν το "ηλεμήνυμα";
Νεολογισμοί από τη γλώσσα των Ιταλών εφήβων

και πάμπολλοι νεολογισμοί μεταφρασμένοι στα νήματα της Λεξιλογίας.
 
Invented words; Οι άλλες λέξεις του λεξιλογίου μας τι είναι; Μας δόθηκαν απ' τον Θεό; Αυτές είναι απλά λέξεις με γνωστό πατέρα/μητέρα.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Προφανώς.

Αλλά για τον τίτλο του άρθρου (οΘντκ άρθρο, λιστίδιο είναι μάλλον), απευθυνθείτε στον υπεύθυνο:

Send your suggestions, and ideas for future Top 10s, to top10@independent.co.uk.
(www.independent.co.uk/arts-entertainment/books/features/the-top-ten-invented-words-9624184.html)


Εγώ πάντως θα έβαζα για τίτλο της λίστας τον τίτλο του βιβλίου που παρουσιάζει, με μια ελάχιστη προσθήκη:
Authorisms:
10 of the Words Wrought by Writers.

Σχετικό:

Authorisms: Words Wrought by Writers by Paul Dickson – review

'Whodunit', 'factoid', 'teetotalitarian' … Who invents words? And do writers come up with the best ones? Steven Poole on some surprising coinages

For language fanciers it is a potentially vertiginous thought that every single word must once have been coined by a particular individual. Even the most familiar lexemes – say, "mud" or "pants" – were once inspired novelties. Of course, a compilation of all coinages would be nothing but a whole dictionary. And the vast majority of coiners are unknown to lexicographical history. So Paul Dickson has, here, narrowed the field to coinages by authors.

Writers have a special relationship with language – it is both their tool and their mortal enemy – so to impose oneself forcibly on it in this way might pleasure the authorial ego. Dickson is not shy of including some of his own coinages in this lexicon. One is "demonym", for a term that describes inhabitants of a place – Angelenos for LA and so on – though to my ear "demonym" sounds as if it should mean one's demon name. (Oh hi, my demonym is Satan Pale.) Dickson admits wanly that of the "more than 50" attempts at coinage he has made in books and articles, most have failed and belong in the sad category of "nonce words", invented usages that never took off.

What should actually count as a coinage? It surely requires no great stretch of wordy imagineering to adjectivify an existing noun, as did
Aldous Huxley to make "nymphomaniacal", and JD Salinger to make "vomity". (I didn't just make up "adjectivify", by the way.) On the vexed matter of how many words Shakespeare coined, at least, Dickson is sensible. Shakespeare may furnish the first known printed reference to anchovies, but the audience must have already known what anchovies were. His inventions probably number in the hundreds rather than the thousands: yes, "starcross'd"; no, "leapfrog".

In general, Dickson notes correctly, the first printed example so far found of any word is rarely absolute proof of coinage, especially since a lot of words begin life in common talk. And on that basis, he really should have disposed of his own entry for "gentleman farmer", since that phrase's lack of originality is spelled out in the very citation he offers from
Henry Fielding's Tom Jones: "My Father was one of those whom they call a Gentleman Farmer." They were already calling people that, so we can be pretty sure that Fielding did not invent the phrase.

Many joke coinages are allowed in here, too, though almost all remain noncey. James Thurber suggested "urbanality" for a kind of banal urbanity, which he perceived in early issues of the New Yorker; HL Mencken described himself as "ombibulous", because he would gladly down any sort of alcoholic drink; and Sinclair Lewis thought the "American ethos" would be well summed up by the word "teetotalitarian".

More pleasantly surprising are the older literary origins of now common words, such as "blatant" (from the Blatant Beast in Spenser's The Faerie Queene, who was, like, blates horrible), or "international" (Jeremy Bentham), and "biography" (Dryden). The American book reviewer Donald Gordon deserves a certain metaliterary immortality for having coined "whodunit" to describe a murder-mystery in 1930 – and did you know it was Norman Mailer who minted "factoid", for a fact that doesn't exist before it appears in a magazine or newspaper? (None such will be found in this organ, naturally.)

Some now-common usages initially meant something rather different. To call New York City "Gotham" these days sounds cool and Batman-y, yet the first man to give the city that name, Washington Irving, had satirical intent: he took it from the name of a village in Nottinghamshire whose Anglo-Saxon roots mean "Goat Town" and whose inhabitants were allegedly famous for their stupidity.

Sometimes, too, the popularisation or becoming-cliche of an original phrase will shift the internal mechanics of meaning. Dickson notes that "trip the light fantastic" to mean "dance" comes from John Milton's poem "L'Allegro", but does not point out that in Milton's couplet – "Com, and trip it as ye go, / On the light fantastick toe" – the word "light" is an adjective describing the action of the dancers' feet, whereas in the modern phrase it seems to imply colourful stage spotlights.

The lesson I drew from this book, at last, was that successful coinage, like happiness, may be more likely the less you aim directly at it. A writer who is obsessed with creating a popular new word is like a footballer who devotes all his energies to breaking the world record for keepy-uppy rather than playing well for his team. It's a stunt rather than the real game. When composing Paradise Lost, John Milton probably wasn't rubbing his hands at the thought of all the people in coming centuries who might borrow his invented term for the place where all the devils dwelt ("pandemonium"); he was just getting on with the job of writing an immortal poem.

Even what is arguably the best coinage of recent years – comedian Stephen Colbert's invaluable "truthiness" – only worked because it grew out of a serious and brilliant satirical project, rather than being the product of a lone fetishist hoping desperately to cobble together a new word. After all the failed examples collected here, the latter scenario does, after all, begin to seem like nothing more than mental masturbation. Still, this book did remind me of the happy fact that "mental masturbation" itself was (probably) first used in Byron's wonderfully bitchy put-down of Keats. As it happens, Byron is also credited with the first uses of "bored" (in the sense of ennui-ridden), and "stranger than fiction". Did he coin them? Well, he wrote Don Juan, so it doesn't really matter, does it?
talitarian' … Who invents words? And do writers come up with the best ones? Steven Poole on some surprising coinages
www.theguardian.com/books/2014/jul/03/authorisms-words-wrought-writers-paul-dickson-review
 
Top