Κατ' αρχάς (για λόγους που αδυνατώ να αντιληφθώ), το ΛΚΝ δεν λημματογραφεί τα φτηνιάρης και φτηνιάρικος. Επίσης, το ΜΕΛ λημματογραφεί μόνο το φτηνιάρικος (για χαρακτηρισμούς αντικειμένων και, μεταφορικά, αφηρημένων).
Τέλος, το ΛΝΕΓ λημματογραφεί το φτηνιάρης, αλλά το δίνει ως συνώνυμο του φτηνιάρικος και, συνεπακόλουθα, το περιορίζει αποκλειστικά σε χαρακτηρισμούς αντικειμένων (μικρής αξίας ή χαμηλής ποιότητας). Μα, η κατάληξη -ιάρης αφορά μόνο χαρακτηρισμούς προσώπων, και αυτό επιβεβαιώνεται πλήρως και από τη χρήση: φτηνιάρης. Επομένως φρονώ ότι εδώ το ΛΝΕΓ κάνει λάθος.
Συνώνυμο του φτηνιάρης είναι η λέξη τσίπης. Γενικότερα υπάρχουν πολλοί χαρακτηρισμοί για τον άνθρωπο που αγοράζει με αποκλειστικό κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή, αν θεωρήσουμε ότι τούτο αποτελεί σαφή ένδειξη ότι είναι σφιχτός: καρμίρης, τσιγκούνης κ.τ.ό. — αλλά εδώ ίσως και να ξεφεύγουμε κάπως.
Παρόδια ερώτηση: Πώς θα πούμε με λίγες λέξεις και σε σοβαρό κι ευπρεπές επίπεδο ύφους το being smarter, not cheaper (δηλ. να φερθούμε με βάση το τι είναι εξυπνότερο να κάνουμε, όχι επιλέγοντας ξερά ό,τι φτηνότερο);
Τέλος, το ΛΝΕΓ λημματογραφεί το φτηνιάρης, αλλά το δίνει ως συνώνυμο του φτηνιάρικος και, συνεπακόλουθα, το περιορίζει αποκλειστικά σε χαρακτηρισμούς αντικειμένων (μικρής αξίας ή χαμηλής ποιότητας). Μα, η κατάληξη -ιάρης αφορά μόνο χαρακτηρισμούς προσώπων, και αυτό επιβεβαιώνεται πλήρως και από τη χρήση: φτηνιάρης. Επομένως φρονώ ότι εδώ το ΛΝΕΓ κάνει λάθος.
Συνώνυμο του φτηνιάρης είναι η λέξη τσίπης. Γενικότερα υπάρχουν πολλοί χαρακτηρισμοί για τον άνθρωπο που αγοράζει με αποκλειστικό κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή, αν θεωρήσουμε ότι τούτο αποτελεί σαφή ένδειξη ότι είναι σφιχτός: καρμίρης, τσιγκούνης κ.τ.ό. — αλλά εδώ ίσως και να ξεφεύγουμε κάπως.
Παρόδια ερώτηση: Πώς θα πούμε με λίγες λέξεις και σε σοβαρό κι ευπρεπές επίπεδο ύφους το being smarter, not cheaper (δηλ. να φερθούμε με βάση το τι είναι εξυπνότερο να κάνουμε, όχι επιλέγοντας ξερά ό,τι φτηνότερο);