Το παραγωγικό τέρμα –έσα προέρχεται από το ελληνικό –ισσα. Το υστερολατινικό –issa έγινε ιταλικό –essa, το οποίο, όταν επιστρέφει στα ελληνικά, απλοποιείται πια σε ένα «σ». Έτσι, είτε πρόκειται για τίτλο ευγενείας (πριγκιπέσα, δουκέσα, κοντέσα, βαρονέσα) είτε για λιγότερο τιμητικό τίτλο (μετρέσα) είτε για άλλο θηλυκό (γιατρέσα, δοκτορέσα) είτε απλώς για ξένη λέξη που έχει δύο –ss–, εμείς κάνουμε τα δύο ένα: κομπρέσα, μπουγιαμπέσα. Όπως όλα τα διπλά των ξένων λέξεων. (Η «μπέσα» πάντως ήταν πάντα με ένα «σ».)
Επίσης ο πρίγκιπας, να το ματαξαναπούμε, είναι πρίγκιψ, με «ι», ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, και ήταν λάθος η μεταγραφή του λατινικού princeps σε πρίγκηψ με «η» και λάθος ο *πρίγκηπας. Τεκμηρίωση εδώ και εδώ.
Οπότε, όχι πια *πριγκηπέσσα, αλλά πριγκιπέσα.
ΛΚΝ:
-έσα [ésa] : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. τίτλο ευγένειας: (κόντες) κοντέσα. || συνήθ. δίνει τον προφορικό ή λαϊκότροπο τύπο θηλυκού σε -ισσα / -η: (πρίγκιπας) πριγκιπέσα και πριγκίπισσα, (δούκας) δουκέσα και δούκισσα· (βαρόνος) βαρονέσα και βαρόνη. 2. (λαϊκότρ.) επάγγελμα: (γιατρός) γιατρέσα. [μσν. αντδ. -έσα < ιταλ. -essa < υστλατ. -issa < αρχ. -ισσα (δες λ.): μσν. κοντ-έσα < ιταλ. contessa].
Επίσης ο πρίγκιπας, να το ματαξαναπούμε, είναι πρίγκιψ, με «ι», ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, και ήταν λάθος η μεταγραφή του λατινικού princeps σε πρίγκηψ με «η» και λάθος ο *πρίγκηπας. Τεκμηρίωση εδώ και εδώ.
Οπότε, όχι πια *πριγκηπέσσα, αλλά πριγκιπέσα.
ΛΚΝ:
-έσα [ésa] : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. τίτλο ευγένειας: (κόντες) κοντέσα. || συνήθ. δίνει τον προφορικό ή λαϊκότροπο τύπο θηλυκού σε -ισσα / -η: (πρίγκιπας) πριγκιπέσα και πριγκίπισσα, (δούκας) δουκέσα και δούκισσα· (βαρόνος) βαρονέσα και βαρόνη. 2. (λαϊκότρ.) επάγγελμα: (γιατρός) γιατρέσα. [μσν. αντδ. -έσα < ιταλ. -essa < υστλατ. -issa < αρχ. -ισσα (δες λ.): μσν. κοντ-έσα < ιταλ. contessa].