Άλλο ένα (εκτός από τους τιμητές), αυτό από την πρώτη παράγραφο της συνέντευξης του Μ. Χρυσοχοΐδη στο Βήμα:
Αναφέρεται στο επιχείρημα που αναπτύσσει («Για να έχουμε επενδύσεις και τουρισμό θα πρέπει να έχουμε ασφάλεια») ή στην προσπάθεια που γίνεται να οργανωθούν οι αρχές ασφαλείας;
Περιέργως, το ΠαπΛεξ τα έχει κάνει, αρχαία και νέα, όλα μαζί σαλάτα:
Όμως σήμερα το επιχείρημα είναι μόνο ο συλλογισμός. Συμφωνούν το ΛΝΕΓ και το ΛΚΝ, αλλά το Μείζον έχει κι αυτό:
επιχείρημα: (το) ουσ. εγχείρημα, απόπειρα | συλλογισμός για υποστήριξη ή αναίρεση
Προωθούμε άμεσα μια νέα στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας στη χώρα. Επιχειρούμε να οργανώσουμε τις αρχές ασφαλείας της χώρας, ώστε να εμπεδωθεί έμπρακτα η ασφάλεια στην κοινωνία, αλλά και να μεταδώσουμε την εικόνα μιας καλύτερης Ελλάδας στο εξωτερικό. Γνωρίζουμε όλοι ότι η εικόνα μιας χώρας ειρηνικής είναι η εικόνα μιας χώρας ελκυστικής για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Αυτήν την περίοδο υπογράφονται τα συμβόλαια των ξενοδόχων με τα διεθνή ταξιδιωτικά πρακτορεία εν όψει της τουριστικής περιόδου, άρα καταλαβαίνετε τη σημασία του επιχειρήματος.
Αναφέρεται στο επιχείρημα που αναπτύσσει («Για να έχουμε επενδύσεις και τουρισμό θα πρέπει να έχουμε ασφάλεια») ή στην προσπάθεια που γίνεται να οργανωθούν οι αρχές ασφαλείας;
Περιέργως, το ΠαπΛεξ τα έχει κάνει, αρχαία και νέα, όλα μαζί σαλάτα:
επιχείρημα
το (AM ἐπιχείρημα) [επιχειρώ]· 1. εγχείρημα, τόλμημα, τολμηρή πράξη ή απόπειρα· 2. στρατιωτική ενέργεια εναντίον τού εχθρού· 3. σύντομη απόδειξη με αιτιολογία, διατύπωση σκέψης με μορφή συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται στα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία· || (αρχ.) βάση, ορμητήριο για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
το (AM ἐπιχείρημα) [επιχειρώ]· 1. εγχείρημα, τόλμημα, τολμηρή πράξη ή απόπειρα· 2. στρατιωτική ενέργεια εναντίον τού εχθρού· 3. σύντομη απόδειξη με αιτιολογία, διατύπωση σκέψης με μορφή συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται στα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία· || (αρχ.) βάση, ορμητήριο για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Όμως σήμερα το επιχείρημα είναι μόνο ο συλλογισμός. Συμφωνούν το ΛΝΕΓ και το ΛΚΝ, αλλά το Μείζον έχει κι αυτό:
επιχείρημα: (το) ουσ. εγχείρημα, απόπειρα | συλλογισμός για υποστήριξη ή αναίρεση