Έκανα έναν κατάλογο με τα κυριότερα ρήματα που έχουμε στη νεοελληνική από σύνθεση τού έχω με προθέσεις:
αντέχω, απέχω, διακατέχω, εισέχω, εμπεριέχω, ενέχω, εξέχω, επέχω, κατέχω, μετέχω, παραέχω, παρέχω, περιέχω, προεξέχω, προέχει, προσέχω, συμμετέχω, συνέχω, υπερέχω, υπέχω
Θέλω να εντοπίσω τις ανωμαλίες στο κλιτικό τους σύστημα, κυρίως στο ότι δεν κάνουν διάκριση αορίστου – παρατατικού από τότε που χάθηκε ο αόριστος έσχον, παρέσχον κ.λπ. έστω κι αν το θέμα του αορίστου εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από μερικά απ' αυτά π.χ. στην υποτακτική: να του παράσχει.
Άρα, χονδρικά μπορούμε να χωρίσουμε αυτά τα ρήματα σε 3 κατηγορίες:
Τη συνέχεια την ξέρετε: διορθώσεις, συμπληρώσεις, γκρίνιες, τρολαρίσματα, γιουτιουμπάκια…
αντέχω, απέχω, διακατέχω, εισέχω, εμπεριέχω, ενέχω, εξέχω, επέχω, κατέχω, μετέχω, παραέχω, παρέχω, περιέχω, προεξέχω, προέχει, προσέχω, συμμετέχω, συνέχω, υπερέχω, υπέχω
Θέλω να εντοπίσω τις ανωμαλίες στο κλιτικό τους σύστημα, κυρίως στο ότι δεν κάνουν διάκριση αορίστου – παρατατικού από τότε που χάθηκε ο αόριστος έσχον, παρέσχον κ.λπ. έστω κι αν το θέμα του αορίστου εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από μερικά απ' αυτά π.χ. στην υποτακτική: να του παράσχει.
- έχω, είχα, να έχω, έχε, οι έχοντες. (Για τις μετοχές της καθαρεύουσας σε όλα τα ρήματα της ομάδας —ο έχων, η έχουσα, το έχον κτλ— ισχύουν τα γνωστά ως προς τη χρήση τους.)
- αντέχω, άντεχα, άντεξα, έχω αντέξει.
- απέχω, απείχα (παρατατικός και αόριστος), απέσχε (μόνο το γ΄ ενικό είναι εύχρηστο), έχω απόσχει, θα απέχω (συνέχεια), θα απόσχω (άπαξ), οι απέχοντες (αυτοί που δεν παίρνουν μέρος), οι αποσχόντες (αυτοί που δεν πήραν μέρος).
- διακατέχω, διακατείχε (παρατατικός που αν χρειαστεί χρησιμοποιείται για τον αόριστο).
- εισέχω (δεν το έχει το ΛΚΝ! Εύχρηστοι τύποι: εισέχει, εισέχουν, εισείχε, εισείχαν)
- εμπεριέχω βλ. περιέχω.
- ενέχω, ενείχα (παρατατικός & αόριστος) (π.χ. H πρότασή του ενέχει δόλο)
- εξέχω, εξείχα (π & α), θα εξέχω, οι εξέχοντες.
- επέχω, επείχα, θα επέχει (π.χ. το παρόν επέχει θέση απόδειξης).
- κατέχω, κατείχα (και λαϊκό κάτεχα), θα κατέχω, οι κατέχοντες. Ο λόγιος αόριστος διατηρείται στον τύπο κατέσχε με τη σημασία του νεοελληνικού κατάσχω, το οποίο προήλθε από το θέμα του αορίστου του κατέχω (κατάσχεσα / κατέσχεσα, θα κατάσχω (συνέχεια), θα κατασχέσω (άπαξ). Γι’ αυτό, καλύτερα κατάσχεσε αντί για κατέσχε.
- μετέχω, μετείχα (π & α), μετέσχε (μόνο το γ΄ ενικό είναι εύχρηστο — το πληθ. μετέσχον παραπέφτει καθαρευουσιάνικο: προτιμήστε το μετείχαν), έχω μετάσχει, θα μετέχω (συνέχεια), θα μετάσχω (άπαξ), οι μετέχοντες.
- παραέχω, παραείχα.
- παρέχω, παρείχα (π & α), παρέσχε (μόνο το γ΄ ενικό είναι εύχρηστο — προτιμήστε το παρείχε), έχω παράσχει, θα παρέχω (συνέχεια), θα παράσχω (άπαξ), οι παρέχοντες. Οι τύποι με –ξ– (θα παρέξει, να παρέξουν κ.ά.) παραμένουν αφορεσμένοι.
- περιέχω, περιείχα (π & α), θα περιέχει.
- προεξέχω, προεξείχα, προεξέχοντα δόντια.
- προέχει / προέχουν, προείχε / προείχαν (π.χ. προείχαν άλλα θέματα).
- προσέχω, πρόσεχα, πρόσεξα, έχω προσέξει.
- συμμετέχω (σαν το μετέχω): συμμετείχα (π & α), συμμετέσχε (μόνο το γ΄ ενικό είναι εύχρηστο — το πληθ. συμμετέσχον παραπέφτει καθαρευουσιάνικο: προτιμήστε το συμμετείχαν), έχω συμμετάσχει, θα συμμετέχω (συνέχεια), θα συμμετάσχω (άπαξ), οι συμμετέχοντες (αυτοί που παίρνουν μέρος), οι συμμετασχόντες (αυτοί που πήραν μέρος).
- συνέχω, συνείχα (π & α) (π.χ. η οργή που τον συνέχει, «διακατέχει» | το όραμα που τους συνέχει, «συνδέει»).
- υπερέχω, υπερείχα (π & α).
- υπέχω, υπείχα (π & α) (π.χ. υπέχει ευθύνη = έχει ευθύνη).
Άρα, χονδρικά μπορούμε να χωρίσουμε αυτά τα ρήματα σε 3 κατηγορίες:
- Το αντέχω και το προσέχω, που πιστεύουν σε δικό τους θεό.
- Τα ρήματα με τις λιγότερες ελλείψεις, που αξιοποιούν τον τύπο με –σχ– σε μέλλοντα κτλ.: απέχω (θα απόσχω), μετέχω & συμμετέχω (θα συμ/μετάσχω), παρέχω (θα παράσχω).
- Τα ρήματα που δεν έχουν τύπους με –σχ–: διακατέχω, εισέχω, εμπεριέχω, ενέχω, εξέχω, κατέχω, παραέχω, περιέχω, προεξέχω, προέχει, συνέχω, υπερέχω, υπέχω.
Τη συνέχεια την ξέρετε: διορθώσεις, συμπληρώσεις, γκρίνιες, τρολαρίσματα, γιουτιουμπάκια…