ΕΚΦΩΝΗΣΗ
Παίζει Fatus Olus στο Αlpha και ο παίκτης αποκλείεται διότι απάντησε ότι το διάλειμμα και το διάλυμα είναι λέξεις «ομώνυμες» (οι άλλες δύο επιλογές είναι «συνώνυμες» και «ομόηχες»), απάντηση η οποία θεωρήθηκε λανθασμένη. Ζητείται το λεξικό που χρησιμοποιεί η παραγωγή τής εκπομπής.
(Δεν το πιστεύω ότι σας έβαλα τόσο εύκολο θέμα...)
(Ήδη θα 'πρεπε να γνωρίζετε την απάντηση — ενστικτωδώς!)
ΛΚΝ
ομώνυμος -η -ο [omónimos] E5 : 1β. (γραμμ.) Oμώνυμες λέξεις, που έχουν ίδια προφορά αλλά διαφορετική σημασία· ομόηχος· (πρβ. ομόγραφος): Tα επίθετα "ψηλός" και "ψιλός" είναι λέξεις ομώνυμες. || (ως ουσ.) τα ομώνυμα, οι ομώνυμες λέξεις. [λόγ.: 1β: σημδ. γαλλ. (πληθ.) homonymes (στη νέα σημ.) < λατ. homonymus < αρχ. ὁμώνυμος]
ομόηχος -η -ο [omóixos] E5 : (γραμμ.) ιδίως στον όρο ομόηχες λέξεις, που έχουν ίδια προφορά αλλά διαφορετική σημασία· ομώνυμος· (πρβ. ομόγραφος): Oι λέξεις "ψηλός" και "ψιλός" είναι ομόηχες. || (ως ουσ.) τα ομόηχα, οι ομόηχες λέξεις. [λόγ. < ελνστ. ὁμόηχος `που ηχεί από κοινού΄]
ταυτόσημος -η -ο [taftósimos] E5 : που έχει την ίδια σημασία ή το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο με κτ. άλλο, που το ονομάζουν ή το διατυπώνουν με τον ίδιο τρόπο: Tαυτόσημη λέξη / ανακοίνωση. || (ως ουσ., γραμμ.) τα ταυτόσημα, λέξεις που η σημασία τους είναι εντελώς η ίδια, π.χ.: αχλάδι, απίδι· (πρβ. συνώνυμα). [λόγ. < μσν. ταυτόσημος < ταυτο- + σήμ(α) -ος]
ΝΓΔ
422. Ομώνυμα ή ομόηχα λέγονται οι λέξεις που προφέρονται το ίδιο, έχουν όμως διαφορετική σημασία.
423. Συχνά έχουν οι ομόηχες λέξεις διαφορετική ορθογραφία.
424. Ακολουθούν ζευγάρια από λέξεις ομόηχες.
425. Διαφέρουν από τα ομόηχα οι λέξεις που έχουν πάρει σημασίες αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, ώστε να μας φαίνεται πως πρόκειται για δυο διαφορετικές λέξεις.
426-432: Παρώνυμα
433-437: Συνώνυμα
438. Εκτός από τα συνώνυμα που, καθώς είδαμε, σχεδόν ποτέ δεν έχουν την ίδια ακριβώς σημασία, υπάρχουν και άλλου είδους λέξεις, που η σημασία τους είναι εντελώς η ίδια. Οι λέξεις αυτές λέγονται ταυτόσημα ή ταυτόσημες λέξεις.
ΝΕΛ
ομώνυμος -η -ο επίθ. 2. (γραμμ.) λέξεις -ες = λέξεις που ταυτίζονται σε ένα τουλάχιστο από τα στοιχεία του επιπέδου έκφρασης (έχουν δηλ. τη ίδια φωνητική ή ως προς τη γραφή απόδοση) και διαφέρουν αισθητά σε ένα τουλάχιστο από τα στοιχεία του επιπέδου περιεχομένου (σημασιολογία), π.χ. νοίκι - νίκη, κρητικός - κριτικός, τοίχος - τείχος.
ομωνυμία η, ουσ. ταυτότητα ονόματος· το γεγονός όταν δύο ή περισσότερα σημαινόμενα δηλώνονται με την ίδια ηχητική μορφή (συνών. ομοηχία).
ομόηχος -η -ο επίθ. (γραμμ.) λέξεις -ες = λέξεις ομώνυμες (βλ. λ. σημασ. 2)
ομοηχία η, ουσ. (γραμμ.) ομωνυμία (βλ. λ.): ο ρόλος της -ας στην ποίηση των υπερρεαλιστών.
ταυτόσημος -η -ο επίθ. β. (γραμμ.) -α = λέξεις που η σημασία τους είναι εντελώς η ίδια, π.χ. αραποσίτι και καλαμπόκι.
Δημητράκος Επίτομο (εκδ. Γιοβάνης)
ομώνυμος 3. ομώνυμα τα, λέξεις ομοίως προφερόμεναι, αλλά διάφορον σημασίαν έχουσαι.
ομόηχος ο ομού ηχών
ταυτόσημος έχων την αυτήν σημασίαν
Δημητράκος 15τομο
ομώνυμος 3. εν τη λογικ. του Αριστλ. τα ομώνυμα λέξεις έχουσαι το αυτό όνομα, την αυτήν προφοράν, εκφώνησιν, αλλά διάφορον σημασίαν, ή αμφίβολοι, διφορούμεναι λέξεις
ομόηχος — δεν λημματογραφείται
ταυτόσημος ο ταυτοσήμαντος (ο σημαίνων το αυτό, ο έχων την αυτήν σημασίαν, ταυτόσημος)
Πρωίας
ομώνυμος -ος -ον· «ομώνυμοι λέξεις», αι ομοίως προφερόμεναι, αλλά διαφόρου φύσεως, ως π.χ. φύλλον και φύλον, κύων και κίων, κλίμα και κλήμα.
ομόηχος — δεν λημματογραφείται ούτε στο σώμα ούτε στο συμπλήρωμα
ταυτόσημος -ος -ον· ο έχων την αυτήν με άλλον σημασίαν
Άντε, ας το πάρει το ποτάμι... ;)
ΛΝΕΓ - ΛΣΓ
ομώνυμος, η, o 2. (α) ΓΛΩΣΣ. ομώνυμες λέξεις οι λέξεις που συμπίπτουν στη σημασία, π.χ. πετεινός - κόκορας - αλέκτορας [ΕΤΥΜ. < αρχ. ομώνυμος < ομ(o)- + ώνυμoς (με έκταση τού αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει) < όνυμα. αιολ. τ. της λ. όνομα.]
ομόηχος, η, o |μτγν.| ΓΛΩΣΣ. (λέξη) που ταυτίζεται με άλλη ηχητικά, όχι όμως στην ορθογραφία και τη σημασία, π.χ. οι λέξεις τα λίπη, λείπει και λύπη (προφέρονται το ίδιο). ομοηχία (η) |1812|. (Βλ. ΠΙΝΑΚΑ ομόηχων λέξεων στη σελ. 1254).
ταυτόσημος, η, o 1. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που εκφράζει το ίδιο περιεχόμενο με άλλον, που έχει την ίδια σημασία: ~ όροι.
Είναι λοιπόν ή όχι εννοιοστρεβλωτικός εδώ ο ρόλος των λεξικών του Κέντρου; Τι αναφέρει η σχολική γραμματική τού ΟΕΔΒ; Το "Σ" στο ΛΣΓ δεν εννοεί το Σχολείο — αλλά μακριά από τη Σχολική Γραμματική; Μπορεί τελικά ένα λεξικό να αλλάζει μία σημασία (αλλαγή η οποία, αν δεν το υπέγραφε το συγκεκριμένο λεξικό ο κ. Μπαμπινιώτης, μπορεί και να γινόταν αιτία να τον πάρει και να τον σηκώσει τον λεξικογράφο); Το μόνο που να βρίσκεται στην ίδια γραμμή με τη θέση τού ΛΝΕΓ είναι μία από τις σημασίες τού ομωνυμώ (-έω) στον 15τομο Δημητράκο: έχω την αυτήν σημασίαν μετά τινος. Αλλά και πάλι...
Παίζει Fatus Olus στο Αlpha και ο παίκτης αποκλείεται διότι απάντησε ότι το διάλειμμα και το διάλυμα είναι λέξεις «ομώνυμες» (οι άλλες δύο επιλογές είναι «συνώνυμες» και «ομόηχες»), απάντηση η οποία θεωρήθηκε λανθασμένη. Ζητείται το λεξικό που χρησιμοποιεί η παραγωγή τής εκπομπής.
(Δεν το πιστεύω ότι σας έβαλα τόσο εύκολο θέμα...)
(Ήδη θα 'πρεπε να γνωρίζετε την απάντηση — ενστικτωδώς!)
ΛΚΝ
ομώνυμος -η -ο [omónimos] E5 : 1β. (γραμμ.) Oμώνυμες λέξεις, που έχουν ίδια προφορά αλλά διαφορετική σημασία· ομόηχος· (πρβ. ομόγραφος): Tα επίθετα "ψηλός" και "ψιλός" είναι λέξεις ομώνυμες. || (ως ουσ.) τα ομώνυμα, οι ομώνυμες λέξεις. [λόγ.: 1β: σημδ. γαλλ. (πληθ.) homonymes (στη νέα σημ.) < λατ. homonymus < αρχ. ὁμώνυμος]
ομόηχος -η -ο [omóixos] E5 : (γραμμ.) ιδίως στον όρο ομόηχες λέξεις, που έχουν ίδια προφορά αλλά διαφορετική σημασία· ομώνυμος· (πρβ. ομόγραφος): Oι λέξεις "ψηλός" και "ψιλός" είναι ομόηχες. || (ως ουσ.) τα ομόηχα, οι ομόηχες λέξεις. [λόγ. < ελνστ. ὁμόηχος `που ηχεί από κοινού΄]
ταυτόσημος -η -ο [taftósimos] E5 : που έχει την ίδια σημασία ή το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο με κτ. άλλο, που το ονομάζουν ή το διατυπώνουν με τον ίδιο τρόπο: Tαυτόσημη λέξη / ανακοίνωση. || (ως ουσ., γραμμ.) τα ταυτόσημα, λέξεις που η σημασία τους είναι εντελώς η ίδια, π.χ.: αχλάδι, απίδι· (πρβ. συνώνυμα). [λόγ. < μσν. ταυτόσημος < ταυτο- + σήμ(α) -ος]
ΝΓΔ
422. Ομώνυμα ή ομόηχα λέγονται οι λέξεις που προφέρονται το ίδιο, έχουν όμως διαφορετική σημασία.
423. Συχνά έχουν οι ομόηχες λέξεις διαφορετική ορθογραφία.
424. Ακολουθούν ζευγάρια από λέξεις ομόηχες.
425. Διαφέρουν από τα ομόηχα οι λέξεις που έχουν πάρει σημασίες αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, ώστε να μας φαίνεται πως πρόκειται για δυο διαφορετικές λέξεις.
426-432: Παρώνυμα
433-437: Συνώνυμα
438. Εκτός από τα συνώνυμα που, καθώς είδαμε, σχεδόν ποτέ δεν έχουν την ίδια ακριβώς σημασία, υπάρχουν και άλλου είδους λέξεις, που η σημασία τους είναι εντελώς η ίδια. Οι λέξεις αυτές λέγονται ταυτόσημα ή ταυτόσημες λέξεις.
ΝΕΛ
ομώνυμος -η -ο επίθ. 2. (γραμμ.) λέξεις -ες = λέξεις που ταυτίζονται σε ένα τουλάχιστο από τα στοιχεία του επιπέδου έκφρασης (έχουν δηλ. τη ίδια φωνητική ή ως προς τη γραφή απόδοση) και διαφέρουν αισθητά σε ένα τουλάχιστο από τα στοιχεία του επιπέδου περιεχομένου (σημασιολογία), π.χ. νοίκι - νίκη, κρητικός - κριτικός, τοίχος - τείχος.
ομωνυμία η, ουσ. ταυτότητα ονόματος· το γεγονός όταν δύο ή περισσότερα σημαινόμενα δηλώνονται με την ίδια ηχητική μορφή (συνών. ομοηχία).
ομόηχος -η -ο επίθ. (γραμμ.) λέξεις -ες = λέξεις ομώνυμες (βλ. λ. σημασ. 2)
ομοηχία η, ουσ. (γραμμ.) ομωνυμία (βλ. λ.): ο ρόλος της -ας στην ποίηση των υπερρεαλιστών.
ταυτόσημος -η -ο επίθ. β. (γραμμ.) -α = λέξεις που η σημασία τους είναι εντελώς η ίδια, π.χ. αραποσίτι και καλαμπόκι.
Δημητράκος Επίτομο (εκδ. Γιοβάνης)
ομώνυμος 3. ομώνυμα τα, λέξεις ομοίως προφερόμεναι, αλλά διάφορον σημασίαν έχουσαι.
ομόηχος ο ομού ηχών
ταυτόσημος έχων την αυτήν σημασίαν
Δημητράκος 15τομο
ομώνυμος 3. εν τη λογικ. του Αριστλ. τα ομώνυμα λέξεις έχουσαι το αυτό όνομα, την αυτήν προφοράν, εκφώνησιν, αλλά διάφορον σημασίαν, ή αμφίβολοι, διφορούμεναι λέξεις
ομόηχος — δεν λημματογραφείται
ταυτόσημος ο ταυτοσήμαντος (ο σημαίνων το αυτό, ο έχων την αυτήν σημασίαν, ταυτόσημος)
Πρωίας
ομώνυμος -ος -ον· «ομώνυμοι λέξεις», αι ομοίως προφερόμεναι, αλλά διαφόρου φύσεως, ως π.χ. φύλλον και φύλον, κύων και κίων, κλίμα και κλήμα.
ομόηχος — δεν λημματογραφείται ούτε στο σώμα ούτε στο συμπλήρωμα
ταυτόσημος -ος -ον· ο έχων την αυτήν με άλλον σημασίαν
Άντε, ας το πάρει το ποτάμι... ;)
ΛΝΕΓ - ΛΣΓ
ομώνυμος, η, o 2. (α) ΓΛΩΣΣ. ομώνυμες λέξεις οι λέξεις που συμπίπτουν στη σημασία, π.χ. πετεινός - κόκορας - αλέκτορας [ΕΤΥΜ. < αρχ. ομώνυμος < ομ(o)- + ώνυμoς (με έκταση τού αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει) < όνυμα. αιολ. τ. της λ. όνομα.]
ομόηχος, η, o |μτγν.| ΓΛΩΣΣ. (λέξη) που ταυτίζεται με άλλη ηχητικά, όχι όμως στην ορθογραφία και τη σημασία, π.χ. οι λέξεις τα λίπη, λείπει και λύπη (προφέρονται το ίδιο). ομοηχία (η) |1812|. (Βλ. ΠΙΝΑΚΑ ομόηχων λέξεων στη σελ. 1254).
ταυτόσημος, η, o 1. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που εκφράζει το ίδιο περιεχόμενο με άλλον, που έχει την ίδια σημασία: ~ όροι.
Είναι λοιπόν ή όχι εννοιοστρεβλωτικός εδώ ο ρόλος των λεξικών του Κέντρου; Τι αναφέρει η σχολική γραμματική τού ΟΕΔΒ; Το "Σ" στο ΛΣΓ δεν εννοεί το Σχολείο — αλλά μακριά από τη Σχολική Γραμματική; Μπορεί τελικά ένα λεξικό να αλλάζει μία σημασία (αλλαγή η οποία, αν δεν το υπέγραφε το συγκεκριμένο λεξικό ο κ. Μπαμπινιώτης, μπορεί και να γινόταν αιτία να τον πάρει και να τον σηκώσει τον λεξικογράφο); Το μόνο που να βρίσκεται στην ίδια γραμμή με τη θέση τού ΛΝΕΓ είναι μία από τις σημασίες τού ομωνυμώ (-έω) στον 15τομο Δημητράκο: έχω την αυτήν σημασίαν μετά τινος. Αλλά και πάλι...