Αν με ρωτήσετε ποια ρήματα άλλαξαν από —ύζω σε —ίζω, θα απαντήσω αμέσως το αντικρύζω, που έγινε αντικρίζω. Θα το σκεφτώ λίγο παραπάνω για να πω ότι το ΛΝΕΓ προτείνει (πρότεινε;) να έχουμε δύο «συγχύσεις»: τη σύγχυση «μπέρδεμα» και τη σύγχιση «εκνευρισμό». Τα αντίστοιχα ρήματα είναι συγχέω (απ’ όπου συγκεχυμένος) και συγχίζω (συγχίστηκα, συγχισμένος). Κοιτάζω στο Συνωνύμων (ΛΣΑ) και βλέπω συγχύζω με –υ–. Συνώνυμα: εκνευρίζω κ.λπ. Σχολική ορθογραφία, δηλαδή. Το ΛΝΕΓ 2012 τι λέει;
Πάντως το δικό μου ΛΝΕΓ γράφει στο αντικρίζω:
αντικρίζω ή αντικρύζω; Η παραγωγή τής λ. από το επίρρ. αντίκρυ (αρχ. αντικρύ και άντικρυς) θα δικαιολογούσε την (παλαιότερη) γραφή αντικρύζω (με –υ–): αντίκρυ – αντικρύζω. Ωστόσο, τα ρήματα που σχηματίζονται σε -ίζω επικράτησε να γράφονται με -ι-, αφού δεν είναι το παραγωγικό στοιχείο -ζω που προστίθεται, αλλά ολόκληρο το -ίζω (πβ. ψήφος - ψηφίζω, σταθμά - σταθμίζω, όρκος - ορκίζω κ.τ.ό.). Εξαίρεση αποτελούν αυτά που είχαν εξαρχής –υ– (γογγύζω, κελαρύζω, κατακλύζω, σφύζω και αναβλύζω / αναβρύζω) ή που κατέληξαν υστερογενώς σε -ύζω: δάκρυ > δακρύ-ω > δακρύζω, συγχέω > σύγχυσις > συγχύζω.
Αντικρίζω και στο ΛΚΝ, στη σχολική ορθογραφία, αλλά στα παλιά λεξικά, ή και στον Γεωργακά, είναι ακόμα αντικρύζω.
Να προσθέσω και από τα δύο λεξικά το τανύζω «τεντώνω» και μια ανακάλυψη που έκανα σήμερα. Έγραψα κάπου «να υποτονθορύσω» και μου χτύπησε κάποιος το καμπανάκι και μου είπε ότι το ΛΚΝ το έχει απλοποιήσει κι αυτό. Νά τι λέει:
υποτονθορίζω [ipotonθorízo] Ρ2.1α : (λόγ.) μουρμουρίζω.
[λόγ. < ελνστ. ὑποτονθορύζω (& σφαλερή γραφή -ίζω)]
Τα λεξικά του Κέντρου το γράφουν όλα με –ύζω. Στα κείμενα του TLG είναι ελάχιστοι με τη... σφαλερή γραφή. Με –ύζω είναι επίσης σε Μείζον και ΝΕΛ. Ακόμα και στο διαδίκτυο είναι δεκαπλάσιοι εκείνοι που γράφουν υποτονθορύζει. Γιατρέ μου, μήπως, λόγια λέξη που είναι, να την αφήσουμε εκεί που βρίσκεται;
Αλλά κυρίως, με το συγχίζω τι γίνεται; (Μου άρεσε η διάκριση και τη χρησιμοποιούσα…)
Πάντως το δικό μου ΛΝΕΓ γράφει στο αντικρίζω:
αντικρίζω ή αντικρύζω; Η παραγωγή τής λ. από το επίρρ. αντίκρυ (αρχ. αντικρύ και άντικρυς) θα δικαιολογούσε την (παλαιότερη) γραφή αντικρύζω (με –υ–): αντίκρυ – αντικρύζω. Ωστόσο, τα ρήματα που σχηματίζονται σε -ίζω επικράτησε να γράφονται με -ι-, αφού δεν είναι το παραγωγικό στοιχείο -ζω που προστίθεται, αλλά ολόκληρο το -ίζω (πβ. ψήφος - ψηφίζω, σταθμά - σταθμίζω, όρκος - ορκίζω κ.τ.ό.). Εξαίρεση αποτελούν αυτά που είχαν εξαρχής –υ– (γογγύζω, κελαρύζω, κατακλύζω, σφύζω και αναβλύζω / αναβρύζω) ή που κατέληξαν υστερογενώς σε -ύζω: δάκρυ > δακρύ-ω > δακρύζω, συγχέω > σύγχυσις > συγχύζω.
Αντικρίζω και στο ΛΚΝ, στη σχολική ορθογραφία, αλλά στα παλιά λεξικά, ή και στον Γεωργακά, είναι ακόμα αντικρύζω.
Να προσθέσω και από τα δύο λεξικά το τανύζω «τεντώνω» και μια ανακάλυψη που έκανα σήμερα. Έγραψα κάπου «να υποτονθορύσω» και μου χτύπησε κάποιος το καμπανάκι και μου είπε ότι το ΛΚΝ το έχει απλοποιήσει κι αυτό. Νά τι λέει:
υποτονθορίζω [ipotonθorízo] Ρ2.1α : (λόγ.) μουρμουρίζω.
[λόγ. < ελνστ. ὑποτονθορύζω (& σφαλερή γραφή -ίζω)]
Τα λεξικά του Κέντρου το γράφουν όλα με –ύζω. Στα κείμενα του TLG είναι ελάχιστοι με τη... σφαλερή γραφή. Με –ύζω είναι επίσης σε Μείζον και ΝΕΛ. Ακόμα και στο διαδίκτυο είναι δεκαπλάσιοι εκείνοι που γράφουν υποτονθορύζει. Γιατρέ μου, μήπως, λόγια λέξη που είναι, να την αφήσουμε εκεί που βρίσκεται;
Αλλά κυρίως, με το συγχίζω τι γίνεται; (Μου άρεσε η διάκριση και τη χρησιμοποιούσα…)