Το πρώτο κανάλι της κρατικής τηλεόρασης (ΕΤ1) καθιέρωσε εδώ και λίγο καιρό μια νέα ζώνη κλασικής μουσικής, όπου αργά το βράδυ της Κυριακής, κατά τις 11, προβάλλονται μεγάλες παραστάσεις του εξωτερικού (με επιμέλεια, απ’ ό,τι βλέπω, του αναπόφευκτου Αλέξη Κωστάλα, αλλά ευτυχώς χωρίς σχολιασμό). Το προχθεσινό βράδυ (6.2.2001) προβλήθηκε μια έξοχη παράσταση, ο Ορφέας του Κλάουντιο Μοντεβέρντι, σε σκηνοθεσία του Μπομπ Ουίλσον και μουσική διεύθυνση του Ρινάλντο Αλεσαντρίνι, που δόθηκε στη Σκάλα του Μιλάνου το φθινόπωρο του 2009.
Ως ακρόαμα η παράσταση θα πρέπει να ευχαρίστησε τους φιλόμουσους, γιατί και η μουσική του Μοντεβέρντι αποδόθηκε με ευαισθησία από τους συντελεστές, με όργανα της εποχής ή απομιμήσεις τους, και οι τραγουδιστές ήταν καλοί. Ως θέαμα αξίζει περισσότερο σχολιασμό. Ο Μπομπ Ουίλσον αποφάσισε να στήσει ένα σκηνικό εντελώς λιτό, να ντύσει τα πρόσωπα με απλά κοστούμια και να δώσει όλη την έμφαση στο χειρισμό με τα φώτα. Σε ένα ταμπλό σχεδόν χωρίς προοπτική, που θύμιζε έντονα Μαγκρίτ, οι μορφές κινούνταν και χειρονομούσαν στιλιζαρισμένα. Τα πρόσωπα και τα χέρια τους ήταν βαμμένα μ’ ένα γαλακτερό άσπρο, τα χείλη, τα μάτια και τα φρύδια μακιγιαρισμένα αλλόκοτα. Τα φώτα που έπεφταν επάνω τους, χρώματα ψυχρά, παιχνιδίσματα μεταξύ κυανού και πράσινου, υπογράμμιζαν την απόκοσμη αίσθηση. Το σύνολο απέπνεε μια παγερότητα που ερχόταν σε αντίθεση με τη χαρμόσυνη διάθεση του πρώτου μέρους, όπου υποτίθεται ότι βασιλεύει ο έρωτας και η ζωή, αλλά και με το σπαραγμό του θρήνου που χαρακτηρίζει το υπόλοιπο του έργου.
Οι κριτικοί δεν ενθουσιάστηκαν από τα σκηνοθετικά τεχνάσματα του Μπομπ Ουίλσον. Του αναγνωρίζουν ότι οι απόψεις του ήταν πρωτοποριακές κάποτε —τονίζοντας το «κάποτε»— αλλά του βρίσκουν ότι επαναλαμβάνεται και ότι αυτό που τον απασχολεί είναι πώς να συντηρήσει το μύθο του. The sense of theatrical discovery that was once at the heart of his work was not present in his staging of this opera.
Claudio Monteverdi, L’ Orfeo. Φθινόπωρο 2009, Teatro alla Scala, Milano.
Νά και το τρέιλερ της παράστασης:
http://entertainment.xdcinema.com/detail.php?content_id=40
Και για να μην ξεχνιόμαστε, έχω και μια γλωσσική παρατήρηση στους υποτίτλους, ήσσονος σημασίας όμως: η βάρκα του περαματάρη Χάροντα έγινε βάρκα του πεισματάρη Χάροντα· κάποιος αυτόματος διορθωτής έκανε εδώ τη λαδιά του.
Κι επειδή οι αδυναμίες δεν κρύβονται, θέλω να σας δείξω κι ένα δείγμα από την παραγωγή του αγαπημένου μου Τζόρντι Σαβάλ, πολύ πιο κοντά στην αισθητική του μπαρόκ:
Μερικές δεκαετίες πίσω (1978), η άποψη του Νικολάους Χαρνονκούρ (σκηνοθεσία Jean-Pierre Ponnell):
Και τέλος, αν αντέχουν τα κότσια σας και αν έχετε φτάσει ως εδώ, νά κι ένας Ορφέας αλλιώτικος, καραμοντέρνος και μινιμαλιστικός, με χορογραφίες της Τρίσας Μπράουν:
American choreographer Trisha Brown's first directorial venture into the world of opera in 1998 was a memorable success. The artistic director of the Théâtre Royal de La Monnaie in Brussels, Bernard Foccroulle, was quite daring when he asked the abstract choreographer to direct Monteverdi's L'Orfeo, but his gamble paid off: over the last ten years, Brown's production has been widely toured, repeatedly revived, and is now available on DVD. Commentators have often noted its great success but they also have underlined its enigmatic quality. Noted designer Roland Aeschlimann certainly contributed to the staging's hypnotic effect on audiences by imagining the minimalist, bleached world in which the action takes place. Ultimately, though, the defining feature of the production was the striking movement—halfway between dance and theater—that Brown devised for the performers.
Μουσική διεύθυνση: René Jacobs, χορογραφία: Trisha Brown
Παραγωγή 1998, Théâtre Royal de La Monnaie Βρυξέλλες. Μετά την πρεμιέρα στις Βρυξέλλες, τον Μάιο του 1998, η παραγωγή περιόδευσε τον επόμενο χρόνο στο Λονδίνο, στο Αιξ-αν-Προβάνς, τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι. Ξαναπαίχτηκε το 2002 στις Βρυξέλλες και το 2007 στο Αι-αν-Προβάνς. Κυκλοφόρησε σε ντιβιντί το 2007 από την Harmonia Mundi (HMD 9909003.04), πάντοτε υπό τη διεύθυνση του René Jacobs.
http://films7.com/music/classic/trisha-brown-lorfeo-claudio-monteverdi-rene-jacobs
Ως ακρόαμα η παράσταση θα πρέπει να ευχαρίστησε τους φιλόμουσους, γιατί και η μουσική του Μοντεβέρντι αποδόθηκε με ευαισθησία από τους συντελεστές, με όργανα της εποχής ή απομιμήσεις τους, και οι τραγουδιστές ήταν καλοί. Ως θέαμα αξίζει περισσότερο σχολιασμό. Ο Μπομπ Ουίλσον αποφάσισε να στήσει ένα σκηνικό εντελώς λιτό, να ντύσει τα πρόσωπα με απλά κοστούμια και να δώσει όλη την έμφαση στο χειρισμό με τα φώτα. Σε ένα ταμπλό σχεδόν χωρίς προοπτική, που θύμιζε έντονα Μαγκρίτ, οι μορφές κινούνταν και χειρονομούσαν στιλιζαρισμένα. Τα πρόσωπα και τα χέρια τους ήταν βαμμένα μ’ ένα γαλακτερό άσπρο, τα χείλη, τα μάτια και τα φρύδια μακιγιαρισμένα αλλόκοτα. Τα φώτα που έπεφταν επάνω τους, χρώματα ψυχρά, παιχνιδίσματα μεταξύ κυανού και πράσινου, υπογράμμιζαν την απόκοσμη αίσθηση. Το σύνολο απέπνεε μια παγερότητα που ερχόταν σε αντίθεση με τη χαρμόσυνη διάθεση του πρώτου μέρους, όπου υποτίθεται ότι βασιλεύει ο έρωτας και η ζωή, αλλά και με το σπαραγμό του θρήνου που χαρακτηρίζει το υπόλοιπο του έργου.
Οι κριτικοί δεν ενθουσιάστηκαν από τα σκηνοθετικά τεχνάσματα του Μπομπ Ουίλσον. Του αναγνωρίζουν ότι οι απόψεις του ήταν πρωτοποριακές κάποτε —τονίζοντας το «κάποτε»— αλλά του βρίσκουν ότι επαναλαμβάνεται και ότι αυτό που τον απασχολεί είναι πώς να συντηρήσει το μύθο του. The sense of theatrical discovery that was once at the heart of his work was not present in his staging of this opera.
Claudio Monteverdi, L’ Orfeo. Φθινόπωρο 2009, Teatro alla Scala, Milano.
Νά και το τρέιλερ της παράστασης:
http://entertainment.xdcinema.com/detail.php?content_id=40
Και για να μην ξεχνιόμαστε, έχω και μια γλωσσική παρατήρηση στους υποτίτλους, ήσσονος σημασίας όμως: η βάρκα του περαματάρη Χάροντα έγινε βάρκα του πεισματάρη Χάροντα· κάποιος αυτόματος διορθωτής έκανε εδώ τη λαδιά του.
Κι επειδή οι αδυναμίες δεν κρύβονται, θέλω να σας δείξω κι ένα δείγμα από την παραγωγή του αγαπημένου μου Τζόρντι Σαβάλ, πολύ πιο κοντά στην αισθητική του μπαρόκ:
Μερικές δεκαετίες πίσω (1978), η άποψη του Νικολάους Χαρνονκούρ (σκηνοθεσία Jean-Pierre Ponnell):
Και τέλος, αν αντέχουν τα κότσια σας και αν έχετε φτάσει ως εδώ, νά κι ένας Ορφέας αλλιώτικος, καραμοντέρνος και μινιμαλιστικός, με χορογραφίες της Τρίσας Μπράουν:
Ο Ορφέας της Τρίσας Μπράουν: ο μεταμοντερνισμός συναντά το μπαρόκ
(Trisha Brown's L'Orfeo: Postmodern Meets Baroque)
(Trisha Brown's L'Orfeo: Postmodern Meets Baroque)
American choreographer Trisha Brown's first directorial venture into the world of opera in 1998 was a memorable success. The artistic director of the Théâtre Royal de La Monnaie in Brussels, Bernard Foccroulle, was quite daring when he asked the abstract choreographer to direct Monteverdi's L'Orfeo, but his gamble paid off: over the last ten years, Brown's production has been widely toured, repeatedly revived, and is now available on DVD. Commentators have often noted its great success but they also have underlined its enigmatic quality. Noted designer Roland Aeschlimann certainly contributed to the staging's hypnotic effect on audiences by imagining the minimalist, bleached world in which the action takes place. Ultimately, though, the defining feature of the production was the striking movement—halfway between dance and theater—that Brown devised for the performers.
Μουσική διεύθυνση: René Jacobs, χορογραφία: Trisha Brown
Παραγωγή 1998, Théâtre Royal de La Monnaie Βρυξέλλες. Μετά την πρεμιέρα στις Βρυξέλλες, τον Μάιο του 1998, η παραγωγή περιόδευσε τον επόμενο χρόνο στο Λονδίνο, στο Αιξ-αν-Προβάνς, τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι. Ξαναπαίχτηκε το 2002 στις Βρυξέλλες και το 2007 στο Αι-αν-Προβάνς. Κυκλοφόρησε σε ντιβιντί το 2007 από την Harmonia Mundi (HMD 9909003.04), πάντοτε υπό τη διεύθυνση του René Jacobs.
http://films7.com/music/classic/trisha-brown-lorfeo-claudio-monteverdi-rene-jacobs
Last edited: