Μια και ασχολούμαστε συχνά με νεολογισμούς, λεξιπλασίες, οροπλασίες κ.τ.ό. (δυστυχώς μας έχουν μαγαρίσει τη νεοπλασία, φτου κακά), καλό είναι να ξέρουμε να τα χαρακτηρίζουμε όλα αυτά ως προς τη προέλευσή τους και τον τρόπο που δημιουργήθηκαν, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα βρουν τη θέση τους στα λεξικά και θα τις χαρακτηρίσουν ακριβέστερα οι αρμοδιότεροι λεξικογράφοι και οι ετυμολόγοι. Για αρχή (και βλέπουμε) αντιγράφω από το Γλωσσάριο όρων του ΕΛΝΕΓ την ορολογία που μας ενδιαφέρει.
αντιδάνειο: Λέξη που επιστρέφει σε μια γλώσσα (με αλλαγμένη μορφή ή και σημασία) αφού έχει περάσει ως δάνειο στο λεξιλόγιο ξένης γλώσσας (ή ξένων γλωσσών), από την οποία επιστρέφει στην αφετηρία της. (Δίνονται παραδείγματα όπως το δράμι < αραβ. dirhem < αρχ. περσ. diram < αρχ. δραχμή, και επισημαίνεται η διαφορά από τους ελληνογενείς ξένους όρους, αμέσως παρακάτω.)
ελληνογενής ξένος όρος: Λόγια λέξη σχηματισμένη σε ξένη γλώσσα (κυρίως Γαλλική, Αγγλική, Γερμανική ή Νεολατινική) από ελληνικά συστατικά στοιχεία (π.χ. μικροσκόπιο < γαλλ. microscope, ορθοπαιδική < γαλλ. orthopédie).
μεταφορά ξένου όρου: Άμεσο δάνειο της Ελληνικής, γραμματικά προσαρμοσμένο, το οποίο έχει ενταχθεί σχετικώς πρόσφατα στο λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής (π.χ. χίπης: μεταφορά του αγγλικού hippie / hippy).
απόδοση ξένου όρου: Απόδοση του περιεχομένου ξένης λέξης χωρίς ακριβή αντιστοιχία ή ισοδυναμία (π.χ. πρωτάθλημα: απόδοση του αγγλικού championship· χειροκροτώ: απόδοση του γαλλικού applaudir).
μεταφραστικό δάνειο: Ακριβής απόδοση ξένης λέξης κατά την οποία ακολουθείται π.χ. ο σχηματισμός του ξένου όρου, η σειρά των συστατικών μερών του κ.λπ. (π.χ. διαδίκτυο: μεταφραστικό δάνειο από το αγγλικό internet· χαρτονόμισμα: μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό papier-monnaie· χρηματοκιβώτιο: μεταφραστικό δάνειο από το γερμανικό Geldschrank).
σημασιολογικό δάνειο: Σημασία που οφείλεται στην επίδραση ξένου όρου και δεν αποτελεί κληρονομία ή ανάπτυξη από παλαιότερη φάση της γλώσσας (π.χ. η σημασία "χαιρετισμός" της λέξης χειραψία αποτελεί σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Handgriff).
ελληνογενής ξένος όρος: Λόγια λέξη σχηματισμένη σε ξένη γλώσσα (κυρίως Γαλλική, Αγγλική, Γερμανική ή Νεολατινική) από ελληνικά συστατικά στοιχεία (π.χ. μικροσκόπιο < γαλλ. microscope, ορθοπαιδική < γαλλ. orthopédie).
μεταφορά ξένου όρου: Άμεσο δάνειο της Ελληνικής, γραμματικά προσαρμοσμένο, το οποίο έχει ενταχθεί σχετικώς πρόσφατα στο λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής (π.χ. χίπης: μεταφορά του αγγλικού hippie / hippy).
απόδοση ξένου όρου: Απόδοση του περιεχομένου ξένης λέξης χωρίς ακριβή αντιστοιχία ή ισοδυναμία (π.χ. πρωτάθλημα: απόδοση του αγγλικού championship· χειροκροτώ: απόδοση του γαλλικού applaudir).
μεταφραστικό δάνειο: Ακριβής απόδοση ξένης λέξης κατά την οποία ακολουθείται π.χ. ο σχηματισμός του ξένου όρου, η σειρά των συστατικών μερών του κ.λπ. (π.χ. διαδίκτυο: μεταφραστικό δάνειο από το αγγλικό internet· χαρτονόμισμα: μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό papier-monnaie· χρηματοκιβώτιο: μεταφραστικό δάνειο από το γερμανικό Geldschrank).
σημασιολογικό δάνειο: Σημασία που οφείλεται στην επίδραση ξένου όρου και δεν αποτελεί κληρονομία ή ανάπτυξη από παλαιότερη φάση της γλώσσας (π.χ. η σημασία "χαιρετισμός" της λέξης χειραψία αποτελεί σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Handgriff).