Ασχολιόμουν χτες για κάποιο λόγο με ορισμένες λέξεις που τελειώνουν σε (ι)λίκι και, μετά κι από συζήτηση με φίλους, βρήκα ότι υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον —γλωσσικό, ετυμολογικό, μεταφραστικό— με όλη αυτή την παρέα (των λέξεων). Μάζεψα τις πιο συνηθισμένες απ’ αυτές που υπάρχουν στο ΛΚΝ, έκανα προσθήκες και από άλλα λεξικά (αναφέρω ποια). Είναι πολύ ζωντανό αυτό το επίθημα, άρα θα λείπουν από τα λεξικά κι άλλες λέξεις της μόδας (να μας τις πείτε αν τις ξέρετε). Ήθελα να προσθέσω δύο: τη μία (τα χαϊλίκια) την έχει ήδη το Αντίστροφο (είναι ωραία περίπτωση παντρέματος αγγλικής λέξης με τουρκόφερτο επίθημα, όπως και το σταριλίκι). Την άλλη, την πιο αργκοτική, το τζιβιτζιλίκι (πόσες λέξεις έχουμε με πέντε «ι»;) την έχει το slang.gr.
Προκύπτει και ένα θέμα ορθογραφίας: το ΛΚΝ μένει πιστό στην παλιά ορθογραφία νταηλίκι, το ΛΝΕΓ διορθώνει σε νταϊλίκι. Συμφωνώ ότι το νταϊλίκι είναι η πιο «σωστή» ορθογραφία. (Το *καθηγητηλίκι που υπάρχει στο παρακάτω κείμενο του ΛΝΕΓ –και το έχω διορθώσει εδώ– είναι παρόραμα. Στο λήμμα καθηγητής έχουν το σωστό, καθηγητιλίκι.)
-ιλίκι & -λίκι : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά• δηλώνει συχνά μειωτικά το επάγγελμα, την ασχολία ή την ιδιότητα που έχουν σχέση με το σημαινόμενο από την πρωτότυπη λέξη: (βουλευτής) βουλευτιλίκι, (δικηγόρος) δικηγοριλίκι, (καθηγητής) καθηγητιλίκι, (υπουργός) υπουργιλίκι, (μασκαράς) μασκαραλίκι. [τουρκ. -lık -ι: μασκαρα-λίκι < τουρκ. maskaralιk, ιδίως σε λ. τουρκ. προέλ. με θέμα σε : νταη-λίκι < dayιlιk, μπεκρ-ιλίκι < bekrılık, με επέκτ. σε λ. χωρίς θέμα σε : καραγκιοζ-(ι)λίκι < karagözlük, ζορ-ιλίκι < zorluk και τελικά σε λ. όχι τουρκ. προέλ.: υπουργ-ιλίκι (< υπουργ-ός)] (ΛΚΝ)
-λίκι (λαϊκ.) παραγωγικό επίθημα που δηλώνει ιδιότητα: δασκα-λίκι, δικηγορι-λίκι, καθηγητι-λίκι, αντρι-λίκι.
[ΕΤΥΜ- Παραγ. επίθημα τής Ν. Ελληνικής από το τουρκ. -lık, που πρωτοεμφανίζεται σε λ. δανεισμένες από την Τουρκική (πβ. νταϊλίκι < dayιlιk, χαρτζιλίκι < harçlιk κ.ά.) και επεκτάθηκε αρχικώς σε ουσ. με χαρακτήρα θέματος -λ- (πβ. δασκαλίκι, υπαλληλίκι), αργότερα δε και σε άλλα ουσ. (συνήθ. με μειωτική σημ.). Από τον τ. -λίκι σχηματίστηκε στη συνέχεια και παρεκτετ. τ. -ιλίκι με (φωνητική) απόσπαση τού -ι- από το θέμα λέξεων (τουρκικών) με χαρακτήρα /i/, ο οποίος καθιερώθηκε να γράφεται -ιλίκι, π.χ. μπεκρής - μπεκριλίκι, υπουργός - υπουργιλίκι, πρόεδρος - προεδριλίκι, άντρας ~ αντριλίκι κ.ά.]. (ΛΝΕΓ)
Θα καταθέσω (αργότερα) μεταφράσματα για κάποιες απ’ αυτές τις λέξεις, αλλά προς το παρόν ακολουθεί η λίστα με τις πιο γνωστές. Δεν βάζω λέξεις που μας ήρθαν έτοιμες μαζί με το lık τους, π.χ. το καλαμπαλίκι, το χαρτζιλίκι, το τσιφλίκι ή το φισεκλίκι. (Με την ευκαιρία, έμαθα τι σημαίνει και το αλλαξοβασιλίκι, μεταπολίτευση.)
(Κοραής = το ελληνοαγγλικό λεξικό Κοραής)
αγαπητιλίκι (Κοραής)
αλκοολίκι, αλκολίκι
αντριλίκι (ΛΝΕΓ)
αραλίκι
αρματολίκι
αρχηγιλίκι
αρχοντιλίκι
ασικλίκι
ατζαμιλίκι (Γεωργακά)
αφεντιλίκι (Αντίστροφο)
βεντετιλίκι (Αντίστροφο)
βουλευτιλίκι
γεροντοκοριλίκι (ΛΝΕΓ)
γκομενιλίκι
δασκαλίκι
δεσποτιλίκι (Κοραής)
δημαρχιλίκι
δημοσιοϋπαλληλίκι (ΛΝΕΓ, Αντίστροφο)
δικηγοριλίκι (ΛΝΕΓ)
εργενιλίκι (Αντίστροφο)
ζοριλίκι
ζορμπαλίκι
ηρωιλίκι (Κοραής)
θεριακλίκι
καθηγητιλίκι
καουμποϊλίκι
καπετανλίκι
καραγκιοζιλίκι
κερατιλίκι (Κοράης)
κιμπαρλίκι
κοροϊδιλίκι
κουμπαριλίκι (Αντίστροφο, Κοραής)
μασκαραλίκι, μασκαριλίκι
μαστοριλίκι (ΛΝΕΓ)
μεζεκλίκι
μπεκιαριλίκι, μπεκιαρλίκι (Κοραής)
μπεκριλίκι (ΛΝΕΓ)
μπινελίκι
νταβατζιλίκι (ΛΝΕΓ)
νταηλίκι, νταϊλίκι (ΛΝΕΓ)
παζαριλίκι
πασαλίκι
προεδριλίκι
ραχατλίκι, ραχατιλίκι
ρεζιλίκι
σακατιλίκι
σταριλίκι (ΛΝΕΓ)
τεμπελίκι (Αντίστροφο, Κοραής)
τζαμιλίκι
τσαμπουκαλίκι (ΛΝΕΓ)
τσιγαριλίκι
τσοπανιλίκι (Κοραής)
υπαλληλίκι
υπουργιλίκι
φισεκλίκι
χαϊλίκι (Αντίστροφο)
χαμαλίκι
χουβαρνταλίκι, κουβαρνταλίκι
Προκύπτει και ένα θέμα ορθογραφίας: το ΛΚΝ μένει πιστό στην παλιά ορθογραφία νταηλίκι, το ΛΝΕΓ διορθώνει σε νταϊλίκι. Συμφωνώ ότι το νταϊλίκι είναι η πιο «σωστή» ορθογραφία. (Το *καθηγητηλίκι που υπάρχει στο παρακάτω κείμενο του ΛΝΕΓ –και το έχω διορθώσει εδώ– είναι παρόραμα. Στο λήμμα καθηγητής έχουν το σωστό, καθηγητιλίκι.)
-ιλίκι & -λίκι : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά• δηλώνει συχνά μειωτικά το επάγγελμα, την ασχολία ή την ιδιότητα που έχουν σχέση με το σημαινόμενο από την πρωτότυπη λέξη: (βουλευτής) βουλευτιλίκι, (δικηγόρος) δικηγοριλίκι, (καθηγητής) καθηγητιλίκι, (υπουργός) υπουργιλίκι, (μασκαράς) μασκαραλίκι. [τουρκ. -lık -ι: μασκαρα-λίκι < τουρκ. maskaralιk, ιδίως σε λ. τουρκ. προέλ. με θέμα σε : νταη-λίκι < dayιlιk, μπεκρ-ιλίκι < bekrılık, με επέκτ. σε λ. χωρίς θέμα σε : καραγκιοζ-(ι)λίκι < karagözlük, ζορ-ιλίκι < zorluk και τελικά σε λ. όχι τουρκ. προέλ.: υπουργ-ιλίκι (< υπουργ-ός)] (ΛΚΝ)
-λίκι (λαϊκ.) παραγωγικό επίθημα που δηλώνει ιδιότητα: δασκα-λίκι, δικηγορι-λίκι, καθηγητι-λίκι, αντρι-λίκι.
[ΕΤΥΜ- Παραγ. επίθημα τής Ν. Ελληνικής από το τουρκ. -lık, που πρωτοεμφανίζεται σε λ. δανεισμένες από την Τουρκική (πβ. νταϊλίκι < dayιlιk, χαρτζιλίκι < harçlιk κ.ά.) και επεκτάθηκε αρχικώς σε ουσ. με χαρακτήρα θέματος -λ- (πβ. δασκαλίκι, υπαλληλίκι), αργότερα δε και σε άλλα ουσ. (συνήθ. με μειωτική σημ.). Από τον τ. -λίκι σχηματίστηκε στη συνέχεια και παρεκτετ. τ. -ιλίκι με (φωνητική) απόσπαση τού -ι- από το θέμα λέξεων (τουρκικών) με χαρακτήρα /i/, ο οποίος καθιερώθηκε να γράφεται -ιλίκι, π.χ. μπεκρής - μπεκριλίκι, υπουργός - υπουργιλίκι, πρόεδρος - προεδριλίκι, άντρας ~ αντριλίκι κ.ά.]. (ΛΝΕΓ)
Θα καταθέσω (αργότερα) μεταφράσματα για κάποιες απ’ αυτές τις λέξεις, αλλά προς το παρόν ακολουθεί η λίστα με τις πιο γνωστές. Δεν βάζω λέξεις που μας ήρθαν έτοιμες μαζί με το lık τους, π.χ. το καλαμπαλίκι, το χαρτζιλίκι, το τσιφλίκι ή το φισεκλίκι. (Με την ευκαιρία, έμαθα τι σημαίνει και το αλλαξοβασιλίκι, μεταπολίτευση.)
(Κοραής = το ελληνοαγγλικό λεξικό Κοραής)
αγαπητιλίκι (Κοραής)
αλκοολίκι, αλκολίκι
αντριλίκι (ΛΝΕΓ)
αραλίκι
αρματολίκι
αρχηγιλίκι
αρχοντιλίκι
ασικλίκι
ατζαμιλίκι (Γεωργακά)
αφεντιλίκι (Αντίστροφο)
βεντετιλίκι (Αντίστροφο)
βουλευτιλίκι
γεροντοκοριλίκι (ΛΝΕΓ)
γκομενιλίκι
δασκαλίκι
δεσποτιλίκι (Κοραής)
δημαρχιλίκι
δημοσιοϋπαλληλίκι (ΛΝΕΓ, Αντίστροφο)
δικηγοριλίκι (ΛΝΕΓ)
εργενιλίκι (Αντίστροφο)
ζοριλίκι
ζορμπαλίκι
ηρωιλίκι (Κοραής)
θεριακλίκι
καθηγητιλίκι
καουμποϊλίκι
καπετανλίκι
καραγκιοζιλίκι
κερατιλίκι (Κοράης)
κιμπαρλίκι
κοροϊδιλίκι
κουμπαριλίκι (Αντίστροφο, Κοραής)
μασκαραλίκι, μασκαριλίκι
μαστοριλίκι (ΛΝΕΓ)
μεζεκλίκι
μπεκιαριλίκι, μπεκιαρλίκι (Κοραής)
μπεκριλίκι (ΛΝΕΓ)
μπινελίκι
νταβατζιλίκι (ΛΝΕΓ)
νταηλίκι, νταϊλίκι (ΛΝΕΓ)
παζαριλίκι
πασαλίκι
προεδριλίκι
ραχατλίκι, ραχατιλίκι
ρεζιλίκι
σακατιλίκι
σταριλίκι (ΛΝΕΓ)
τεμπελίκι (Αντίστροφο, Κοραής)
τζαμιλίκι
τσαμπουκαλίκι (ΛΝΕΓ)
τσιγαριλίκι
τσοπανιλίκι (Κοραής)
υπαλληλίκι
υπουργιλίκι
φισεκλίκι
χαϊλίκι (Αντίστροφο)
χαμαλίκι
χουβαρνταλίκι, κουβαρνταλίκι