...
μερακλής ο [meraklís] θηλ. μερακλού [meraklú] : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεράκι, έντονη δηλαδή αγάπη ή φροντίδα για κτ., και ως επίθ.: ~ μάγειρας / κουρέας / ράφτης / επιπλοποιός. Είναι ~ στη δουλειά του· δεν την κάνει όπως όπως. Ρετσίνα και μεζέδες για μερακλήδες.
[τουρκ. meraklι -ς· μερακλ(ής) -ού]
Someone who does whatever they do with affection and attention, hence the adjective μερακλίδικος, -η, -ο, and the adverb μερακλίδικα, with the noun μερακλής / μερακλού also used for people who know how and enjoy to eat, drink and revel, know how to live and enjoy it to the fullest sparing no effort to do so, stemming from the 3rd sense of μεράκι:
μεράκι το [meráki] : 1. πολύ έντονη επιθυμία· (πρβ. πόθος): Έχω ~ να πάω στο Παρίσι. Aν το παιδί δεν έχει ~ για γράμματα, μην το πιέζεις. 2. έντονη αγάπη και φροντίδα για κτ., ιδίως για ορισμένη δραστηριότητα· (πρβ. γούστο): Ο παλιός μάστορας δούλευε με ~, όχι τυποποιημένα όπως ο σύγχρονος οικοδόμος. 3. (συνήθ. πληθ.) έντονα ευάρεστο συναίσθημα που συνήθ. προέρχεται από τη διασκέδαση· (πρβ. κέφι): Aπόψε ήπιε κάτι παραπάνω και ήλθε στα μεράκια.
[τουρκ. merak (από τα αραβ.) -ι]
With zest, a labour of love, avidly, with gusto.
...
Το μερακλίδικο πουλί - Νίκη Ξυλούρη
Μουσική: Στέλιος Φουσταλιεράκης (Φουσταλιέρης), διασκευή: Ψαραντώνης
Στίχοι: παραδοσιακοί - Δ. Σταυρακάκη
Όποιος δεν είναι μερακλής, του πρέπει ν' αποθάνει,
γιατί στον κόσμο όπου ζει, μόνο τον τόπο πιάνει
As for this thread's title, it's two idioms in one package, literally translated as "We weld
(the handles on) 'briki' coffee-pots, we shoe fleas" (καλιγώνω or πεταλώνω, see also ψύλλος), with the first one explained over there or at
slang.gr and the second one implying people really clever and meticulous enough to shoe a flea; just mentioning something
related to μπρίκι, adding a supplement to that and baiting you to ask, Theseus.