Ακολουθώντας μια διαδικτυακή συμβουλή (ευχ, Κώστα! :)) επισκεφτήκαμε σήμερα την έκθεση για τη μεσαιωνική τέχνη της Σερβίας στο ΒΧΜ (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο). Παρένθεση: Αν δεν έχετε πάει στο ΒΧΜ ή, αν όπως εγώ, έχετε να πάτε κάτι δεκάδες χρόνια, πραγματικά αξίζει να επισκεφτείτε τη μόνιμη έκθεσή του.
Στην έκθεση της σερβικής τέχνης (όχι πολλά, αλλά καλοδιαλεγμένα και πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα) συνάντησα για πρώτη φορά τον όρο «δαχτυλίδι με νιέλλο»), π.χ. γι’ αυτό στην επόμενη εικόνα (αλλά και σε άλλα δαχτυλίδια):
«Τι είναι το νιέλλο;» με ρώτησε το καλύτερό μου ήμισυ.
«Κάτι στα δαχτυλίδια, δεν βλέπεις;» πήγα να ξεφύγω.
«Δηλαδή;» μπήκε μπροστά το μηχανάκι κουρδίσματος, που ξεκινάει αυτόματα όταν ανιχνεύσει τρύπες στην παντογνωστική μου πανοπλία και μυθοπλαστικές ερμηνευτικές προσπάθειες.
«Δηλαδή, δεν ξέρω. Θα ψάξω στον γκούγκλη και αν δεν το βρω, θα ρωτήσω στη Λεξιλογία.»
Έψαξα, λοιπόν, και για να μάθετε κι εσείς, αν δεν το γνωρίζατε, για το νίελ(λ)ο/νιέλ(λ)ο (που θα το βρείτε με όλες αυτές τις ορθογραφικές παραλλαγές στο διαδίκτυο αλλά δεν θα το βρείτε στα μεγάλα λεξικά), ορίστε τι βρήκα στον ενδιαφέροντα ιστότοπο jewelpedia:
ΝΙΕΛΛΟ (Niello)
Είναι μία τεχνική που χρησιμοποιείται για επιφανειακή διακόσμηση των μετάλλων. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την λατινική λέξη nigellum, που θα πει μαύρος. Για την εφαρμογή του νιέλλο χαράζουμε στην επιφάνεια ενός μεταλλικού αντικειμένου ένα διακοσμητικό θέμα. Εν συνεχεία γεμίζουμε τη χαραγμένη περιοχή με το κράμα νιέλλο το οποίο είναι μία σκόνη. Το αντικείμενο, μαζί με το νιέλλο, μπαίνει στο φούρνο και ψήνονται όλα μαζί στους 1000 [SUP]ο[/SUP]C, μέχρι το νιέλλο να ομογενοποιηθεί και να γίνει ένα σώμα με το αντικείμενο. Τότε, η χαραγμένη περιοχή του αντικειμένου [θα] έχει πάρει το χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα του νιέλλο. Το κράμα νιέλλο αποτελείται από θειάφι, χαλκό, ασήμι και μόλυβδο.
Δείγματα αντικειμένων με νιέλλο βρέθηκαν σε ανασκαφές στη Αίγυπτο και σε τάφους στις περιοχές που εξαπλωνόταν ο Μυκηναϊκός πολιτισμός. Οι Ρωμαίοι και οι Πέρσες επίσης γνώριζαν αυτή την τεχνική. Το νιέλλο βρήκε μεγάλη ανάπτυξη στην Αναγεννησιακή Ευρώπη του 15ου αιώνα, που εφαρμοζόταν στη διακόσμηση των πανοπλιών. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη χρήση της τεχνικής στην κοσμηματοποιία. Στην πρόσφατη παράδοση της Ελληνικής χρυσοχοΐας, στην Ήπειρο και τα Ιόνια νησιά, οι τεχνικές για το χρωμάτισμα των κοσμημάτων με μαύρο χρώμα ονομάζονταν «σαβάτι».
Ασημένια σκεύη που περιέχουν ενθέσεις από νιέλλο βρέθηκαν στο παλάτι του Νέστορα στην Πύλο και σήμερα φιλοξενούνται στο Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο.
Για τη χρήση σε άλλους τόπους και εποχές, ενδιαφέρον είναι το άρθρο στη Wikipedia, αν και ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το παράλληλο άρθρο στη γερμανική βίκη (αλλά, στα γερμανικά).
Φυσικά, όταν λύνεις μια απορία συνήθως κερδίζεις μερικές καινούργιες δώρο. Ορίστε, λοιπόν, οι δικές μου (αφού έμαθα τι είναι το νιέλλο):
(1) Ξέρουμε, άραγε, πώς ονομαζόταν η τεχνική από τους αρχαίους προγόνους; Αν τη χρησιμοποιούσαν από τον καιρό των Μυκηναίων, δεν θα είχε, βέβαια, λατινική ονομασία.
(2) Πού τονίζεται και με πόσα λ γράφεται; Κλίνεται ή όχι; Ισχύει εδώ η απλογράφηση ή θεωρείται ότι ως λατινογενής θα γραφτεί με δύο λ;
(3) Γιατί άραγε υποθέτουν όσοι γράφουν τις λεζάντες των εκθεμάτων στα μουσεία ότι μια τέτοια λέξη είναι αυτονόητα γνωστή; (Έχω και άλλες γλωσσικές απορίες από τη σημερινή επίσκεψη, αλλά αυτή ήταν το πιο χτυπητό παράδειγμα.)
Στην έκθεση της σερβικής τέχνης (όχι πολλά, αλλά καλοδιαλεγμένα και πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα) συνάντησα για πρώτη φορά τον όρο «δαχτυλίδι με νιέλλο»), π.χ. γι’ αυτό στην επόμενη εικόνα (αλλά και σε άλλα δαχτυλίδια):
«Τι είναι το νιέλλο;» με ρώτησε το καλύτερό μου ήμισυ.
«Κάτι στα δαχτυλίδια, δεν βλέπεις;» πήγα να ξεφύγω.
«Δηλαδή;» μπήκε μπροστά το μηχανάκι κουρδίσματος, που ξεκινάει αυτόματα όταν ανιχνεύσει τρύπες στην παντογνωστική μου πανοπλία και μυθοπλαστικές ερμηνευτικές προσπάθειες.
«Δηλαδή, δεν ξέρω. Θα ψάξω στον γκούγκλη και αν δεν το βρω, θα ρωτήσω στη Λεξιλογία.»
Έψαξα, λοιπόν, και για να μάθετε κι εσείς, αν δεν το γνωρίζατε, για το νίελ(λ)ο/νιέλ(λ)ο (που θα το βρείτε με όλες αυτές τις ορθογραφικές παραλλαγές στο διαδίκτυο αλλά δεν θα το βρείτε στα μεγάλα λεξικά), ορίστε τι βρήκα στον ενδιαφέροντα ιστότοπο jewelpedia:
ΝΙΕΛΛΟ (Niello)
Είναι μία τεχνική που χρησιμοποιείται για επιφανειακή διακόσμηση των μετάλλων. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την λατινική λέξη nigellum, που θα πει μαύρος. Για την εφαρμογή του νιέλλο χαράζουμε στην επιφάνεια ενός μεταλλικού αντικειμένου ένα διακοσμητικό θέμα. Εν συνεχεία γεμίζουμε τη χαραγμένη περιοχή με το κράμα νιέλλο το οποίο είναι μία σκόνη. Το αντικείμενο, μαζί με το νιέλλο, μπαίνει στο φούρνο και ψήνονται όλα μαζί στους 1000 [SUP]ο[/SUP]C, μέχρι το νιέλλο να ομογενοποιηθεί και να γίνει ένα σώμα με το αντικείμενο. Τότε, η χαραγμένη περιοχή του αντικειμένου [θα] έχει πάρει το χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα του νιέλλο. Το κράμα νιέλλο αποτελείται από θειάφι, χαλκό, ασήμι και μόλυβδο.
Δείγματα αντικειμένων με νιέλλο βρέθηκαν σε ανασκαφές στη Αίγυπτο και σε τάφους στις περιοχές που εξαπλωνόταν ο Μυκηναϊκός πολιτισμός. Οι Ρωμαίοι και οι Πέρσες επίσης γνώριζαν αυτή την τεχνική. Το νιέλλο βρήκε μεγάλη ανάπτυξη στην Αναγεννησιακή Ευρώπη του 15ου αιώνα, που εφαρμοζόταν στη διακόσμηση των πανοπλιών. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη χρήση της τεχνικής στην κοσμηματοποιία. Στην πρόσφατη παράδοση της Ελληνικής χρυσοχοΐας, στην Ήπειρο και τα Ιόνια νησιά, οι τεχνικές για το χρωμάτισμα των κοσμημάτων με μαύρο χρώμα ονομάζονταν «σαβάτι».
Ασημένια σκεύη που περιέχουν ενθέσεις από νιέλλο βρέθηκαν στο παλάτι του Νέστορα στην Πύλο και σήμερα φιλοξενούνται στο Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο.
Για τη χρήση σε άλλους τόπους και εποχές, ενδιαφέρον είναι το άρθρο στη Wikipedia, αν και ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το παράλληλο άρθρο στη γερμανική βίκη (αλλά, στα γερμανικά).
Φυσικά, όταν λύνεις μια απορία συνήθως κερδίζεις μερικές καινούργιες δώρο. Ορίστε, λοιπόν, οι δικές μου (αφού έμαθα τι είναι το νιέλλο):
(1) Ξέρουμε, άραγε, πώς ονομαζόταν η τεχνική από τους αρχαίους προγόνους; Αν τη χρησιμοποιούσαν από τον καιρό των Μυκηναίων, δεν θα είχε, βέβαια, λατινική ονομασία.
(2) Πού τονίζεται και με πόσα λ γράφεται; Κλίνεται ή όχι; Ισχύει εδώ η απλογράφηση ή θεωρείται ότι ως λατινογενής θα γραφτεί με δύο λ;
(3) Γιατί άραγε υποθέτουν όσοι γράφουν τις λεζάντες των εκθεμάτων στα μουσεία ότι μια τέτοια λέξη είναι αυτονόητα γνωστή; (Έχω και άλλες γλωσσικές απορίες από τη σημερινή επίσκεψη, αλλά αυτή ήταν το πιο χτυπητό παράδειγμα.)