Λεξιλογική βάση δεδομένων της κυπριακής διαλέκτου

nickel

Administrator
Staff member
Λεξιλογική βάση δεδομένων της κυπριακής διαλέκτου
http://lexcy.library.ucy.ac.cy/

Για το έργο:

Συντυσ̌ιές
«Συντυσ̌ιές είναι το όνομα ενός προγράμματος εφαρμοσμένης έρευνας που υλοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου μεταξύ 2006 και 2010. Πρόκειται για τη δημιουργία μίας βάσης δεδομένων που συγκεντρώνει ένα μεγάλο αριθμό λέξεων-λημμάτων με τη μορφή (ή τις μορφές) που απαντώνται στη σύγχρονη, ομιλούμενη κυπριακή. Ο απώτερος στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα λεξικό ηλεκτρονικής μορφής, βασισμένο σε επιστημονικές προδιαγραφές, το οποίο θα διατίθεται στο ευρύ κοινό μέσω του διαδικτύου. Το πρόγραμμα «Συντυσ̌ιές», του οποίου τα αποτελέσματα δημοσιεύονται εδώ, αποτέλεσε την πρώτη φάση του φιλόδοξου αυτού έργου. Στη διάρκειά της συγκεντρώθηκαν δεδομένα βάσει των οποίων καταρτίστηκε ένα λημματολόγιο με περισσότερες από 15.000 λέξεις, που αντιπροσωπεύει την κυπριακή διάλεκτο όπως αυτή εμφανίζεται, όχι τόσο μέσα από τα ήδη υπάρχοντα (ιστορικά και ετυμολογικά) λεξικά και θησαυρούς, όσο μέσα από τη συγχρονική χρήση της. Παρόλο που στην παρούσα φάση οι «Συντυσ̌ιές» είναι περισσότερο μία συλλογή λέξεων παρά ένα πλήρες λεξικό, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι, χάρη στην ηλεκτρονική τους μορφή, οι προσθήκες, διορθώσεις και κάθε είδους εμπλουτισμός της βάσης δεδομένων μπορούν να φτάνουν στο χρήστη σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν την επόμενη έκδοση όπως γίνεται στα έργα έντυπης μορφής.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της εργονομίας είναι η δυνατότητα για διάφορους τρόπους αναζήτησης. Πληροφορίες για την αναζήτηση μπορείτε να δείτε εδώ.

http://lexcy.library.ucy.ac.cy/sintixies.aspx


Αν απορείτε για τον τίτλο του προγράμματος:

συντυχία
η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α· 1. συζήτηση, κουβεντολόι· 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία· || (νεοελλ.) 1. τυχαία συνάντηση· 2. τόπος συνάντησης («εκεί 'ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά θεριώνε», Ζαμπέλ.)· 3. (φρ.) «καλή [ή κακή] συντυχία»· καλό [ή κακό] συναπάντημα· || (μσν.) συναναστροφή· || (αρχ.) 1. συμβάν, περιστατικό· 2. α) ευτυχές γεγονός· β) δυστύχημα· 3. παρέμβαση, μεσολάβηση· 4. (στον πληθ.) αἱ συντυχίαι· οι περιστάσεις τής ζωής· 5. (φρ.) «κατά [τινα] συντυχίαν»· α) τυχαία (Ηρόδ.)· β) στ' αλήθεια, στην πραγματικότητα, (επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντυχ- τού αορ. β' συν-έ-τυχ-οντον συντυγχάνω μέσω ενός αμάρτυρου *συντυχής].

(ΠαπΛεξ)
 

meidei

New member
Και η κοινοτική προσπάθεια (crowd-sourced): Γουικυπριακά (τις ετυμολογίες εννοείται να τις παίρνετε με ένα κόκκο άλατος)
 

meidei

New member
Έψαχνα να δω αν υπήρχε ήδη σε αυτό το υποφόρουμ, αλλά όχι σε άλλα... (αυτά τώρα τα κάνω λαδί ή γκρίζα :p)
 
Top