Καλημέρα, Σάιμον.
Το ΛΝΕΓ γράφει:
αγανακτώ κ. (καθημ.) αγαναχτώ [μεσν.] ρ. αμετβ. κ. μετβ. {αγανακτείς... | αγανάκτ-ησα, -ισμένος) ♦ (αμετβ.)
1. καταλαμβάνομαι από αγανάκτηση: όποτε ακούω για διασπάθιση τού δημόσιου χρήματος, -1| πώς να μην αγανακτήσεις, όταν διαβάζεις ότι μια χούφτα άνθρωποι είναι πλουσιότεροι από δεκάδες αναπτυσσόμενες χώρες μαζί! || οι πολίτες έχουν αγανακτήσει λόγω των αλλεπάλληλων απεργιών σε δημόσιες υπηρεσίες || έφτασε στο γραφείο αγανακτισμένη από την κυκλοφοριακή συμφόρηση || έχω αγανακτήσει με την τεμπελιά του! ΣΥΝ. δυσφορώ, δυσανασχετώ, εξοργίζομαι, με πνίγει το δίκιο ♦ 2. (συνεκδ.-κυρ. στον αόρ.) ταλαιπωρούμαι μέχρις αγανακτήσεως: αγανάκτησα μέχρι να βρω ταξί το μεσημέρι ΣΥΝ. (στον αόρ.) δεινοπάθησα ♦ 3. (μετβ.) (σπανιότ.) εκνευρίζω (κάποιον), προκαλώ ταραχή και αγανάκτηση: με αγανάκτησε πρωινιάτικα πάλι ο γείτονας! || μη με αγανακτείς! ΣΥΝ. θυμώνω, οργίζω, εξαγριώνω, (λαϊκ.) φουρκίζω. [ΕΤΥΜ. < αρχ. αγανακτώ (-έω), αβεβ. ετύμου, πιθ. < *άγαν-άκτης < *άγαν-έκ-της < επίρρ. άγαν «υπερβολικά» + έχω (πβ. πλεονεκτώ < πλεον-έκτης < πλέον + έχω) με πιθ. αρχική σημ. «έχω πάρα πολλά στο κεφάλι μου, δυσανασχετώ, αδημονώ»].
Σύμφωνα με αυτή την ετυμολόγηση, there's too much bothering me.